Καρκίνος μαστού κατά την κύηση. Αντιμετώπιση ανάλογα με τη φάση εγκυμοσύνης

Ο καρκίνος του μαστού παραμένει ο πιο συχνός καρκίνος στις γυναίκες. Εμφανίζεται συχνά σε νεαρές γυναίκες πριν από την ολοκλήρωση των σχεδίων αναπαραγωγής.

Η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού στην εγκυμοσύνη είναι περίπου 1 στις 3.000 και μπορεί να φτάσει έως και το 3%. Ο επιπολασμός του καρκίνου του μαστού που σχετίζεται με την εγκυμοσύνη μπορεί να αυξάνεται λόγω της καθυστερημένης τεκνοποίησης και παρά τη χαμηλή επίπτωσή του, ο καρκίνος του μαστού είναι ο δεύτερος πιο συχνός καρκίνος στις έγκυες γυναίκες.

Ο καρκίνος του μαστού στην εγκυμοσύνη εμφανίζεται συχνότερα ως ανώδυνη μάζα ή πάχυνση στο στήθος που περιστασιακά σχετίζεται με έκκριση υγρού από τη θηλή. Περίπου το 95% των γυναικών σε μια μελέτη και το 82% των γυναικών σε μια άλλη μελέτη παρουσίασαν ανώδυνη μάζα. Φυσιολογικά, το μέσο βάρος του μαστού διπλασιάζεται στην εγκυμοσύνη από 200 g σε 400 g, με αποτέλεσμα την αύξηση της πυκνότητας του μαστού, γεγονός που δυσχεραίνει την ερμηνεία των αποτελεσμάτων της κλινικής εξέτασης και της μαστογραφίας.

Η υπερτροφία και η διόγκωση του μαζικού αδένα μπορεί να καταστήσει τόσο την κλινική εξέταση όσο και τη μαστογραφική απεικόνιση πιο δύσκολες κατα την διάρκεια της εγκυμοσύνης. Όταν η διάγνωση γίνεται στην αρχή της εγκυμοσύνης, η ασθενής πρέπει να ενημερωθεί για τις επιδράσεις της θεραπείας στο έμβρυο. Η διακοπή της κύησης πρέπει να συζητείται με τη μέλλουσα μητέρα. Σύμφωνα με αρκετές μελέτες, η πρόγνωση της νόσου της μητέρας δεν θα επηρεαστεί από μια τέτοια απόφαση. Όμως έχει μια ιατρική αιτιολογία όταν η εγκυμοσύνη καθιστά δυσχερή την εφαρμογή των καλυτέρων θεραπευτικών μεθόδων, τονίζει ο Ιωάννης Φλέσσας, Διευθυντής Γ Χειρουργικής Κλινικής Μαστού Ερρίκος Ντύναν Hospital Center.

Τρόποι διάγνωσης

Αν και η μαστογραφία με θωράκιση της κοιλιάς μπορεί να πραγματοποιηθεί με ελάχιστο κίνδυνο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι μαστογραφίες είναι δύσκολο να ερμηνευθούν και ως εκ τούτου δεν ενδείκνυνται για τη διερεύνηση του καρκίνου του μαστού σε γυναίκες στην διάρκεια της εγκυμοσύνης. Μια μαστογραφία μπορεί να αποκαλύψει μικροαποτιτανώσεις, ασυμμετρία, μασχαλιαία λεμφαδενοπάθεια και πάχυνση του δέρματος και της θηλής , ευρήματα τα οποία είναι χρήσιμα στη διάγνωση του καρκίνου του μαστού που σχετίζεται με την εγκυμοσύνη.

Το υπερηχογράφημα είναι μια ευαίσθητη μέθοδος σε έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες. Το πιο συχνό υπερηχογραφικό εύρημα είναι μια ακανόνιστη βλάβη με οπίσθια ακουστική ενίσχυση. Το υπερηχογράφημα είναι χρήσιμο στην ανίχνευση μασχαλιαίων μεταστάσεων και στην αξιολόγηση της ανταπόκρισης στη συστηματική θεραπεία σε έγκυες γυναίκες με καρκίνο του μαστού. Ως εκ τούτου, το υπερηχογράφημα είναι η προτιμώμενη μέθοδος απεικόνισης λόγω της πυκνότητας του μαστού στην εγκυμοσύνη και τη γαλουχία.

Η μαγνητική τομογραφία τις περισσότερες φορές είναι μια εξέταση εκλογής επειδή δεν χρησιμοποιεί ιονίζουσα ακτινοβολία και μπορεί να εντοπίσει οστικές μεταστάσεις. Ωστόσο, η μαγνητική τομογραφία μπορεί σχετίζεται με κινδύνους για το έμβρυο. Συγκεκριμένα στο Ηνωμένο Βασίλειο συνιστάται να αποφεύγεται η μαγνητική τομογραφία κατά το πρώτο τρίμηνο, καθώς υπάρχει θεωρητικός κίνδυνος εμβρυϊκής βλάβης λόγω του υψηλού μαγνητικού πεδίου και του σκιαγραφικού που χρησιμοποιείται (γαδολίνιο).

Αντιμετώπιση

Η ακτινοθεραπεία θεωρητικά απαγορεύεται, ακόμα και αν η ακτινοβόληση του θωρακικού τοιχώματος υπό ορισμένες προϋποθέσεις είναι δυνατή (δοσιμετρία, ηλικία κύησης). Καθώς οποιαδήποτε έκθεση σε ακτινοβολία μπορεί να θέσει το έμβρυο σε κίνδυνο, η επικουρική ακτινοθεραπεία συνήθως εφαρμόζεται μετά τον τοκετό.

Η χειρουργική επέμβαση που προτείνεται κατά το πρώτο και δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης είναι μαστεκτομή με μασχαλιαίο καθαρισμό. Η χειρουργική επέμβαση διατήρησης του μαστού (BCS) δεν προτιμάται, επειδή αυτή η τεχνική απαιτεί ακτινοθεραπεία και η ακτινοθεραπεία πρέπει να καθυστερήσει κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου.

Πολύ συχνά υπάρχει ένδειξη και χημειοθεραπείας και o θεράπων ιατρός οφείλει να συνδυάσει κατά τον καλύτερο τρόπο τη θεραπεία με τη συνέχιση της εγκυμοσύνης. Σε περίπτωση διάγνωσης στην αρχή της εγκυμοσύνης, τίθεται το ζήτημα της διακοπής της κύησης. Αυτή η διακοπή μπορεί να καταστεί απαραίτητη αν χρειάζεται επειγόντως χημειοθεραπεία. Η χημειοθεραπεία είναι όντως τοξική για το έμβρυο που βρίσκεται στο στάδιο σχηματισμού του και μπορεί να προκαλέσει υψηλό ποσοστό συγγενών ανωμαλιών. Αν ωστόσο, η γυναίκα επιθυμεί να συνεχίσει την εγκυμοσύνη της, μπορεί είτε να περιμένει στο δεύτερο τρίμηνο για να γίνει έναρξη της χημειοθεραπείας από τον ογκολόγο, είτε να περιοριστεί προσωρινά στη χειρουργική επέμβαση και να περιμένει το τέλος της εγκυμοσύνης για να ξεκινήσει συμπληρωματικές θεραπείες. Οι συνεδρίες χημειοθεραπείας σταματούν στις 2 έως 3 εβδομάδες που προηγούνται του τοκετού και ξαναρχίζουν 2 έως 3 εβδομάδες αργότερα.

Μετά το πρώτο τρίμηνο, η χημειοθεραπεία είναι δυνατή υπό την επίβλεψη και του γυναικολόγου. Η χειρουργική επέμβαση δεν έχει αντενδείξεις. Ο τοκετός τις περισσότερες φορές λαμβάνει χώρα το συντομότερο δυνατόν ανάλογα με τη βιωσιμότητα του εμβρύου.

Διαβάστε επίσης

Οι πολυκυστικές ωοθήκες σχεδόν διπλασιάζουν τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου στο πάγκρεας

Ψωρίαση και ψωριασική αρθρίτιδα: Νεότερες θεραπείες και διατήρηση θεραπευτικού αποτελέσματος

Μητέρα τριών παιδιών βίωσε οργασμό την ώρα της γέννας – Σπάνια περίπτωση τοκετού

Δείτε Ακόμη

Έχετε κάποιο σχόλιο;

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Με την υποβολή του σχολίου σας αυτόματα συμφωνείτε με τους Γενικούς Κανόνες Σχολιασμού Άρθρων τους οποίους μπορείτε να διαβάσετε εδώ.