Δεν υπάρχει καμια δικαιολογία για το μη εμβολιασμό, υπογράμμισε κατά την τοποθέτηση της στην ενημέρωση για την πορεία του Εθνικού προγράμματος εμβολιαστικής κάλυψης, η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, καθηγήτρια παιδιατρικής Μαρία Θεοδωρίδου.
Όπως είπε, αναφερόμενη στο εμβόλιο της Astrazeneca και την αναβολή εμβολιασμών στην Ευρώπη λόγω της συσχέτισης του συγκεκριμένου εμβολίου με συμβάντα θρόμβωσης, η χώρα μας, αποφάσισε την συνέχιση των εμβολιασμών, με ωριμότητα και εμπιστοσύνη από την πλευρά των πολιτών στην Ελλάδα, οι οποίοι προσήλθαν κανονικά στα ραντεβού τους παρά τις εξελίξεις με το συγκεκριμένο εμβόλιο.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων αλλά και ο ΠΟΥ, ενημέρωσαν άμεσα πως «δεν υπάρχουν ενδείξεις με αυξημένο κίνδυνο περιστατικών θρομβοεμβολής», ωστόσο επεσήμαναν ότι δεν μπορούμε να έχουμε οριστική τοποθέτηση αν δεν συνεχιστεί ο ενδελεχής έλεγχος.
Και συνέχισε: «Ειδική προσοχή έχει επισύρει μια σπάνια οντότητα που συνδυάζει θρόμβωση και διάχυτη ενδαγγειακή πήξη. Δηλαδή δύο στοιχεία που δεν απαντούν συχνά και η θρομβωτική επεξεργασία αφορά και συγκεκριμένη ανατομική περιοχή των φλεβών του εγκεφάλου. Είναι μια εξαιρετικά σπάνια κατάσταση. Σε 20.000.000 δόσεις εμβολίου έχουν καταγραφεί 7 περιπτώσεις διάχυτης ενδαγγειακής πήξης και 18 περιπτώσεις με θρομβώσεις των φλεβών.
Από τις 18 αυτές περιπτώσεις, η πλειονότητα αφορά σε γυναίκες μικρότερες των 55 ετών
Παρά, λοιπόν, τη θέση ότι δεν υπάρχει αιτιώδης συσχέτιση μεταξύ του εμβολίου και αυτών των σπάνιων περιστατικών, ο έλεγχος συνεχίζεται και δίνονται και οδηγίες για συνεχή ροή ενημέρωσης και προς τους θεράποντες, αλλά και προς τους εμβολιαζόμενους.
Το συμπέρασμα όμως είναι ότι η αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα του εμβολίου της Astrazeneca στην πρόληψη των εισαγωγών στα νοσοκομεία αλλά και των θανάτων, υπερτερεί έναντι της εξαιρετικά μικρής πιθανότητας εμφάνισης διάχυτης ενδαγγειακής πήξης και θρόμβωσης».
Αναφορικά για την αποτελεσματικότητα των εμβολιασμών, υπενθύμισε ότι ο εμβολιασμός για να προφυλάσσει πλήρως πρέπει να είναι πλήρης. Δηλαδή, να έχουν γίνει και οι 2 δόσεις και να έχουν περάσει και 7 μέρες μετά τη 2η. «Υπάρχει ένα αρχικό διάστημα που δημιουργούνται τα αντισώματα και που ο εμβολιαζόμενος είναι ακόμα ευάλωτος στη λοίμωξη»
«Από το σύνολο των εμβολιασθέντων μέχρι σήμερα αυτό το ποσοστό είναι της τάξεως του 0,2%. Είναι κάτι αναμενόμενο. Κανένα εμβόλιο δεν είναι 100% αποτελεσματικό αλλά το ποσοστό αν γίνει σωστός εμβολιασμός είναι εξαιρετικά μικρό. Όσοι εμβολιασμένοι νοσούν είναι όλοι ασυμπτωματικοί ή συμπτωματικοί. Επομένως δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για μη εμβολιασμό» κατάληξε η κ. Θεοδωρίδου.
Σχολιάζοντας τέλος τον εμβολιασμό στο υγιειονομικό προσωπικό σημείωσε ότι ”τα ποσοστά των υγειονομικών θα μπορούσαν σαφώς να είναι πολύ καλύτερα. Ελπίζουμε ότι βήμα βήμα αυτό θα βελτιώνεται όταν βλέπουν τι επιπτώσεις έχει η διάδοση του κορωνοϊού μέσα σε ένα νοσοκομειακό περιβάλλον”.