Ο υπεύθυνος Μείωσης Βλάβης του Συλλόγου Οροθετικών Ελλάδας «Θετική Φωνή», Μάριος Ατζέμης, περιγράφει στο Healthsories το “ταξίδι” του με τον HIV.
“Ήταν τέτοια εποχή ακριβώς πριν από δέκα χρόνια. Μερικές φορές απορώ πώς πέρασε τόσος καιρός και είναι τόσο ζωντανή αυτή η ανάμνηση. Ίσως γιατί τότε, όσο κι αν προσπαθούσα να φανταστώ κάποιο – οποιοδήποτε – μέλλον, δεν έφτανε πολύ μακριά η σκέψη μου. Ήμουν καταβεβλημένος τόσο ψυχικά όσο και σωματικά. Και τα τελευταία μέρη, που θα ήθελα ανοίξω παρτίδες, ήταν κάποιο νοσοκομείο, μετά που είχα χάσει και τους δύο γονείς μου μέσα σε λίγους μήνες κάποιο καιρό πριν.
Έτσι είπα όχι, όταν εκείνη η ιατρός μου είπε να με διασυνδέσει με την Μονάδα Ειδικών Λοιμώξεων του Ευαγγελισμού. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει εκεί και ακόμη έβλεπα τους διαδρόμους του, μαζί με αυτό, στον ύπνο μου. Σκέφτηκα αν θα εξυπηρετούσε κάποιο νοσοκομείο κοντά στο σπίτι μου. Το πλησιέστερο με ΜΕΛ ήταν το Γεννηματάς. Δεν θυμάμαι τι έλεγε η ιατρός, όσο κανόνιζε το ραντεβού μου στο τηλέφωνο. Είχε σταθερή φωνή και ήρεμη πάντως.
Εμένα τα αυτιά μου βούιζαν ακόμα. Με την ίδια ήρεμη και σταθερή φωνή μου είχε ανακοινώσει λίγο πριν πως «δυστυχώς, το HIV είναι θετικό». Επικράτησε μια παύση μέσα μου. Από το δωμάτιο αποχώρησαν τα χρώματα και κάθε είδους ήχος. Εξακολουθούσε να μου μιλάει, αλλά μου ήταν αδύνατο να ακούσω έστω και μια λέξη. Εξακολουθούσα να μπορώ να ακούσω τα αυτοκίνητα στον δρόμο και κάποιες φωνές, αλλά όχι την ιατρό. Κάτι την ρώτησα, κάτι αφελές και αμήχανο, σχετικά με τη σοβαρότητα της κατάστασης, με το τι γίνεται τώρα, αν μου απομένει κάποιος χρόνος ζωής. Σχεδόν χαμογέλασε με το τελευταίο και με καθησύχασε με λόγια απλά.
Θυμάμαι τη ζέστη να με διαπερνάει, όπως περπατούσα στον δρόμο μετά, με σαφή σκοπό πού να διαθέσω τα χρήματα που είχα στη τσέπη μου. Έπρεπε να το περιμένω και επίσης έπρεπε να παραδεχτώ πως την πάτησα. Το άκουγα εκείνη τη χρονιά να συμβαίνει σε πολλούς χρήστες. Είχα μοιραστεί πολλές φορές σύνεργα. Μάθαινα πως ήταν ένα αντιμετωπίσιμο χρόνιο νόσημα πλέον. Τίποτα από αυτά δεν ήταν ικανό να με παρηγορήσει. Για κάποιον λόγο, για κάποιον ακαθόριστο σε εκείνο το χρονικό σημείο λόγο, αισθανόμουν μια σπαρακτική ντροπή. Προσπαθούσα να καταλάβω αν πήγαζε από το γεγονός ότι ήμουν χρήστης ή πως, τελικά, την πάτησα από τις ενέσεις ή και πως σε ένα τόσο σύντομο διάστημα είχα χάσει τους γονείς μου και το επόμενο πράγμα που ήξερα είναι ότι είμαι και οροθετικός. Η ίσως επειδή δεν μπορούσα πουθενά να εντοπίσω χρώματα και ήχους ή κάπου τα είχα αφήσει πίσω μου ή τα έχασα έτσι όπως έτρεχα να ξεφύγω από κάποιες αγκυλώσεις και από τον πόνο μέσα μου.
Δέκα χρόνια και μπορώ να κοιτάξω πίσω. Θα μπορούσα να γράψω βιβλίο με όλα όσα συνέβησαν. Την κινητοποίηση ενός δικτύου υποστήριξης, την έναρξη της αντιρετροϊκής θεραπείας, την εισαγωγή στο 18 Άνω και την ολοκλήρωση της επανένταξης και το πώς έγινα από ωφελούμενος εν τέλει εργαζόμενος στον Σύλλογο Οροθετικών. Τις τόσες επιμορφώσεις και εκπαιδεύσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό, την εργασία στο πεδίο, την συλλογικότητα και το δύσκολο πέρασμα από το εγώ στο εμείς. Αλλά και τα σκοτεινά σημεία, κάποια άγρια πισωγυρίσματα, την μοναχικότητα κάποιων ημερών, την διάχυτη τοξικότητα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
Νομίζω πως έμαθα αυτά τα χρόνια κάνοντας δουλειά με τον εαυτό μου και εργαζόμενος σε ένα πεδίο με εξαιρετικά ευάλωτες υπάρξεις, από πού προερχόταν και εκείνη η σπαρακτική ντροπή. Ήταν η ίδια ντροπή που πήγαζε από τα λόγια συνθεραπευόμενων μου, που μέναμε μαζί στον ξενώνα του 18 Άνω και έλεγαν πως ο μεγαλύτερος φόβος τους ήταν μην μάθουν οι γονείς, οι συγγενείς, οι φίλοι και η γειτονιά, η πόλη ή το χωριό πως είναι οροθετικοί, πως έχουν ηπατίτιδα ή και τα δυο. Γιατί ντρέπονται. Γιατί θα θέλουν να ανοίξει η Γη και να τους καταπιεί. Γιατί ντρέπονται πολύ.
Όταν άκουσα αυτά τα λόγια, κάτι επαναστάτησε μέσα μου. Όχι μονομιάς, αλλά αργά, σαν βραδυφλεγής βόμβα έσκασε και το ωστικό κύμα είχε τον χαρακτήρα της λύτρωσης και της σαφήνειας πλέον. Δεν ήταν όλα αυτά σκορπισμένα μέσα μου πια. Αποφάσισα να βγω στην πρώτη γραμμή, ασυνείδητα αρχικά και μετά εντελώς συνειδητά και να μιλήσω για όλα αυτά που ντρεπόμαστε, για όλα αυτά που ντρεπόμουν, γιατί τέτοιο μερίδιο στην ενοχή και στην ντροπή, στην αφάνεια και στην περιθωριοποίηση δεν μας αναλογεί, ούτε μας αξίζει. Να μιλήσω για το HIV, τη χρήση, τα προγράμματα και τις μεθόδους τους, για το βίωμα και για τη δράση. Με αυτόν το τρόπο επαναδιαπραγματεύομαι τα τραύματα και τα πένθη, αλλά και την χαρά της ζωής και της δημιουργίας, τη χαρά της εξέλιξης και της ορατότητας.
Για τις ανάλγητες και άστοχες πολιτικές για τα ναρκωτικά και κάποια μέσα για να τις αφήσουμε οριστικά πίσω μας, για το στίγμα και για την εσωτερική ερήμωση, που αυτό επιφέρει, αλλά και για τις μεθόδους να το καταπολεμήσουμε. Και αυτό συνεχίζω να κάνω και τώρα, που η Βίκυ μου ζήτησε να γράψω κάτι σχετικό με την ορομετατροπή μου, που, τελικά, με δυσκόλεψε τόσο πολύ. Γιατί αναβίωσα την συντριβή και την απελπισία εκείνων των ημερών, τον απελπισμένο θυμό που επακολούθησε, αλλά και όλη την πορεία που διένυσα από τότε προς την ορατότητα, τη δράση, την ισορροπία και τολμάω να πω και τη λύτρωση. Τη λύτρωση από τη ντροπή, για πράγματα που κανείς δεν αξίζει να ντρέπεται…”.
Διαβάστε επίσης:
HIV-AIDS: 40 χρόνια μετά ο αριθμός των κρουσμάτων έχει μειωθεί κατά 73% στις ΗΠΑ