Αιτία πολέμου χαρακτηρίζει το ενδεχόμενο ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ, η Ομοσπονδία εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ).
Ειδικότερα, με ανακοίνωσή της, υπογραμμίζει τις τεράστιες ελλείψεις στο δημόσιο σύστημα υγείας υπογραμμίζοντας ότι υπάρχουν 40.000 κενές οργανικές θέσεις ενώ υπηρετούν και 20.000 συμβασιούχοι.
Παράλληλα οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία της χώρας επισημαίνουν ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού ο «ιδιωτικός τομέας δεν έβαλε πλάτη», αλλά αντίθετα «εκμεταλλεύτηκε τη μονοθεματική λειτουργία των νοσοκομείων» του ΕΣΥ. Οι ίδιοι υπογραμμίζουν ότι στην Ελλάδα «δεν πάσχουμε από περισσότερη ιδιωτικοποίηση της Δημόσιας Υγείας», αντίθετα πάσχουμε από πολιτικές οι οποίες διασφαλίζουν τον Δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα της Υγείας.
Η ΠΟΕΔΗΝ, υπενθυμίζοντας ότι οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία είναι στο 5% του ΑΕΠ εν αντιθέσει με το μ.ό. των χωρών της ΕΕ ο οποίος είναι στο 7,5% τονίζει ότι στην Ελλάδα «είμαστε πρωταθλητές των ιδιωτικών δαπανών με το 40% των συνολικών δαπανών».
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΠΟΕΔΗΝ:
«Η ΠΟΕΔΗΝ με δυναμικές κινητοποιήσεις από την αρχή των Μνημονίων έχει καταστήσει σαφές προς πάσα κατεύθυνση και προς πάσα κυβέρνηση ότι είναι αιτία πολέμου η ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ, η κατάργηση, συγχώνευση Υγειονομικών Μονάδων.
Έχουμε αντιταχθεί στην μετατροπή Νοσοκομείων και υπηρεσιών σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, τη λειτουργεία Νοσοκομείων ως Μονομετοχικές Ανώνυμες Εταιρείες, την ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών, των εργολάβων που προσφέρουν συνθήκες εργασιακού Μεσαίωνα, την κατάργηση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των γιατρών, την κοστολόγηση των Νοσοκομειακών υπηρεσιών.
Στη διάρκεια της πανδημίας ανεδείχθη ο ανεκτίμητος και αναντικατάστατος ρόλος του Ε.Σ.Υ. Ο Ιδιωτικός τομέας δεν έβαλε πλάτη, εκμεταλλεύτηκε τη μονοθεματική λειτουργία των Νοσοκομείων.
Είναι λοιπόν ίσως η τελευταία ευκαιρία που δεν θα αφήσουμε να χαθεί, να ενισχυθούν τα Νοσοκομεία και όλες οι υγειονομικές μονάδες του ΕΣΥ με χρηματοδότηση και στελέχωση.
Στη χώρα μας δεν πάσχουμε από περισσότερη ιδιωτικοποίηση της Δημόσιας Υγείας. Πάσχουμε από τις πολιτικές οι οποίες δεν διασφαλίζουν τον Δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα της Υγείας. Εξάλλου τα οικονομικά της υγείας είναι χαρακτηριστικά της κατάστασης.
Οι Δημόσιες Δαπάνες Υγείας είναι 5% του ΑΕΠ (σταθερές εδώ και μια δεκαετία) εν αντιθέσει με το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι 7,5% του ΑΕΠ.
Είμαστε πρωταθλητές των ιδιωτικών δαπανών με το 40% των συνολικών δαπανών.
Τα Νοσοκομεία οφείλουν σε ληξιπρόθεσμες οφειλές σταθερά την τελευταία δεκαετία εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ (σήμερα 1,2 δις ευρώ).
40.000 είναι οι κενές οργανικές θέσεις των Νοσοκομείων και υπηρετούν 20.000 συμβασιούχοι που αν και καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες βρίσκονται σε συνεχή ομηρία πολλά χρόνια με παρατάσεις των συμβάσεων, παρά τις δεσμεύσεις για μονιμοποίηση.
Με τέτοια οικονομικά μεγέθη είναι σαφές ότι συνεχώς υποβαθμίζεται η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, η πρόσβαση στο σύστημα είναι άνιση και οι πολίτες βάζουν το χέρι βαθιά στην τσέπη να αγοράζουν υπηρεσίες.
Η μείωση των νοσοκομειακών κλινών, η κατάργηση Νοσοκομείων και κλινικών, που προωθήθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία, οι ελλείψεις προσωπικού είναι βασικές αιτίες ανάπτυξης ράντζων στα Νοσοκομεία.
Η δωρεάν, εύκολη πρόσβαση των πολιτών στο σύστημα δεν εξασφαλίζεται με την ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ, αλλά με τις προσλήψεις του αναγκαίου μόνιμου προσωπικού και την μονιμοποίηση των συμβασιούχων.
Για να υπάρξει ενδιαφέρον στελέχωσης των Υγειονομικών Μονάδων θα πρέπει να αυξηθούν οι μισθοί, τα κίνητρα, να ενταχθούμε στα ΒΑΕ, να μπουν όρια στη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα. Όταν οι μισθοί δεν καλύπτουν το κόστος διατροφής και διαβίωσης δεν υπάρχει καμία περίπτωση να καλυφθεί με προσωπικό το ΕΣΥ».
Διαβάστε επίσης
Τριάντα νέες μονάδες ψυχικής υγείας από το Ταμείο Ανάκαμψης
Η φιλόδοξη Φωτεινή, η Όλγα της Υγείας και ο γκρινιάρης Κώστας