Απρόσμενα αποτελέσματα είχε ένα πείραμα στο εργαστήριο του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης, όταν ερευνητές καλλιέργησαν σε ανθρώπινα αναπνευστικά κύτταρα τον κορονοϊό SARS-CoV-2 και έναν απλό ρινοϊό.
Οι ρινοϊοί είναι οι ιοί του απλού κρυολογήματος και υπολογίζεται ότι είναι περισσότεροι από 200. Για δεκαετίες οι επιστήμονες αναζητούν μια θεραπεία για το κοινό κρυολόγημα, με μικρή επιτυχία όμως.
Ωστόσο, παλαιότερες μελέτες είχαν εξετάσει το αν και κατά πόσο οι ρινοϊοί είχαν περιορίσει την εξάπλωση του ιού της γρίπης Η1Ν1 σε όλη την Ευρώπη κατά τη διάρκειας της πανδημίας του 2009.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι οι ρινοϊοί ωθούν τα ανθρώπινα κύτταρα να παράγουν ιντερφερόνη, η οποία αποτελεί μέρος της έμφυτης ανοσολογικής άμυνας του οργανισμού κατά της ιογενούς λοίμωξης.
Ταυτόχρονα, άλλες έρευνες έχουν αποδείξει ότι ο κορονοϊός είναι ευαίσθητος στην ιντερφερόνη.
Ο συνδυασμός αυτών των δεδομένων ώθησε τους επιστήμονες στο Ερευνητικό Κέντρο του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης να μελετήσουν εάν οι ρινοϊοί θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην καταπολέμηση της εξάπλωσης του κορονοϊού και να περιορίσουν τη σοβαρότητα των λοιμώξεων.
Για να το μάθουν, οι ερευνητές μόλυναν διαφορετικές καλλιέργειες ανθρώπινων αναπνευστικών κυττάρων στο εργαστήριο με SARS-CoV-2 και με ρινοϊό ή και με τους δύο ιούς ταυτόχρονα.
Ο SARS-CoV-2 πολλαπλασιάστηκε σταθερά στα κύτταρα που η ομάδα είχε μολύνει μόνο με αυτόν τον ιό. Ωστόσο, στα κύτταρα που είχαν μολυνθεί με κορονοϊό και ρινοιό, ο αριθμός των σωματιδίων του ιού SARS-CoV-2 μειώθηκε γρήγορα μέχρι που ήταν μη ανιχνεύσιμος μόλις 48 ώρες μετά την αρχική μόλυνση.
Σε περαιτέρω πειράματα, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ο ρινοιός καταστέλλει την αντιγραφή του SARS-CoV-2, ανεξάρτητα από το ποιος ιός μολύνει πρώτα τα κύτταρα.
Αντίθετα, ο SARS-CoV-2 δεν είχε καμία επίδραση στην ανάπτυξη του ρινοιού.
«Η έρευνά μας δείχνει ότι ο ανθρώπινος ρινοϊός προκαλεί έμφυτη ανοσοαπόκριση στα ανθρώπινα αναπνευστικά επιθηλιακά κύτταρα, εμποδίζοντας την αναπαραγωγή του ιού που προκαλεί την COVID-19, του SARS-CoV-2», λέει ο ανώτερος συγγραφέας καθηγητής Pablo Murcia στην έρευνα η οποία δημοσιεύθηκε στο The Journal of Infectious Diseases.