Άλλη μια διάκριση απέσπασε ο κ. Νίκος Ρασσιάς. Ο ιδρυτής και πρόεδρος της φαρμακοβιομηχανίας Rafarm τιμήθηκε με το «Βραβείο Ευπρέπειας 2024», του Συλλόγου Ανταποκριτών Διεθνών ΜΜΕ Ελλάδος (IPU).
Είναι μία, ακόμη, επιβράβευση του έργου του κ. Ρασσιά, που πέντε δεκαετίες μετά την ίδρυση της Rafarm, εξακολουθεί να ξεχωρίζει για το επαγγελματικό του ήθος, έχοντας την εταιρεία σε συνεχή τροχιά ανάπτυξης.
Άνθρωπος πολύ εργατικός και με όραμα, ο κ. Ρασσιάς εξακολουθεί να δηλώνει παρών στην φαρμακευτική εταιρεία, παρά την προχωρημένη του ηλικία, δίνοντας το καλό παράδειγμα και αποτελώντας έμπνευση για όλους τους εργαζόμενους… Νίκος Ρασσιάς: «Βραβείο Ευπρέπειας 2024»
Όταν παρέλαβε το νέο του βραβείο, ανέφερε συγκινημένος: «Το Βραβείο Ευπρέπειας αποτελεί μια αναγνώριση που με συγκινεί βαθιά, καθώς αντανακλά τις αξίες, με τις
οποίες έχω πορευτεί στη ζωή μου.
Αυτή τη διάκριση θέλω να τη μοιραστώ με την οικογένειά μου και με τους στενούς μου συνεργάτες, που υπήρξαν συνοδοιπόροι και υποστηρικτές αυτής της διαδρομής.
Ευχαριστώ για την αναγνώριση και συγχαίρω τον Σύλλογο Ανταποκριτών και προσωπικά τον κ. Ευθύμιο Τσικνή για αυτόν τον θεσμό, που τιμά τα ιδανικά της ευπρέπειας, της εντιμότητας και της ακεραιότητας, αξίες τόσο απαραίτητες σε όλες τις εποχές».
Τα συγκεκριμένα βραβεία τιμούν, μεταξύ άλλων, προσωπικότητες και συλλογικότητες, που εκπέμπουν αξίες και ήθος, ως άλλοι ανταποκριτές σε επιπλέον πεδία δράσης.
Μια ιστορία που εμπνέει
Η αγορά του φαρμάκου, χώρος σκληρός και ανταγωνιστικός, τρέφει εκτίμηση και σεβασμό για τον ιδρυτή και πρόεδρο της Rafarm.
Ανέκαθεν ήταν άνθρωπος που δούλευε σκληρά, έχοντας υπομονή και πείσμα. Συνέβαλε στη δημιουργία των θεμελίων της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας και είχε την ικανότητα να ελίσσεται, καθώς, όπως και ο ίδιος έχει πει, «ήταν ένας αγώνας προσαρμογής, διότι άλλαζαν συνεχώς τα δεδομένα».
Δηλώνει περήφανος για την πορεία της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας και αυτό, που πάντα τον ενδιαφέρει, είναι, όπως λέει, η δημιουργία αξίας στην κοινωνία και στην οικονομία, με συνεχείς επενδύσεις και ανάπτυξη με εξωστρέφεια, πλάνο και όραμα.
«Ίδρυσα τη RAFARM το 1974, μία ανθεκτική και αναπτυσσόμενη ελληνική εταιρεία, που αναπτύσσει τις εξαγωγές και επενδύει στην ανάπτυξη και στην παραγωγή σύνθετων φαρμακευτικών σκευασμάτων, κυρίως οφθαλμικών και ενέσιμων. Θα συνεχίσουμε να έχουμε μία υποδειγματική επιχείρηση και να βοηθάμε τη χώρα μας», έχει δηλώσει.
Rafarm: Το πλάνο ως το 2027
Η Rafarm είναι μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες και εξάγει σε περισσότερες από 60 χώρες. Επενδύει πάνω από το 10% του κύκλου εργασιών της σε
Έρευνα και Ανάπτυξη και επεκτείνει τη διεθνή παρουσία της μέσα από στρατηγικές
συνεργασίες και δυναμικές πρωτοβουλίες ανάπτυξης.
Έχει σημαίνοντα ρόλο και στην εγχώρια αγορά, επεκτείνοντας το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων της, με διττό στόχο: τη βελτίωση της πρόσβασης των ασθενών σε υψηλής
ποιότητας φαρμακευτικά σκευάσματα και την υποστήριξη του έργου των επαγγελματιών υγείας.
Για τα έτη 2021-2027 η Rafarm υλοποιεί ένα από τα μεγαλύτερα επενδυτικά προγράμματα στην Ελλάδα ύψους 120 εκατ. ευρώ.
Δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, ενδυναμώνει την ομάδα της με επιστήμονες υψηλής εξειδίκευσης, επεκτείνει την εξαγωγική της δραστηριότητα και ανοίγει νέες αγορές.
Η εταιρεία ενισχύει την εξειδίκευσή της σε σύνθετα φαρμακευτικά προϊόντα και επενδύει σε πλατφόρμες υψηλής τεχνολογίας για την ανάπτυξη και παραγωγή οφθαλμικών και ενέσιμων σκευασμάτων.
Τα δύσκολα χρόνια
Βλέποντας κάποιος την πορεία της συγκεκριμένης φαρμακοβιομηχανίας 50 χρόνια μετά την ίδρυσή της, ίσως σκεφθεί ότι η πορεία προς την κορυφή ήταν εύκολη, χωρίς μεγάλες δυσκολίες.
Όμως αυτό δεν ισχύει. Ο κ. Ρασσιάς μπήκε από μικρός στα βάσανα, καθώς, για να μπορέσει να πάει στο Γυμνάσιο, νοίκιασε δωμάτιο με έναν συμμαθητή του στη Σπάρτη. Η οικογένειά του ζούσε στο Γεωργίτσι Λακωνίας και τα χρήματα ήταν περιορισμένα. Αυτό, όμως, δεν τον εμπόδισε να ονειρεύεται και να προσπαθεί για το καλύτερο.
Πήγε στην Αθήνα, όπου φοιτούσε σε νυχτερινό γυμνάσιο και παράλληλα εργαζόταν στο φαρμακείο του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» ως βοηθός.
Έξυπνος ων, μάθαινε γρήγορα, καθώς τα φάρμακα τον γοήτευαν και ήθελε να ξέρει τα πάντα για αυτά. Έδωσε εξετάσεις, ενώ έκανε τη θητεία του στον στρατό, για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο.
Τα κατάφερε με τη δεύτερη προσπάθεια. Αρχικά πέρασε στο Φυσικό, όπου φοίτησε για 4 μήνες και στη συνέχεια μπήκε στη Φαρμακευτική ως 4ος επιλαχών.
Εκείνα τα χρόνια έκανε δυο δουλειές για να επιβιώσει. Στο φαρμακείο του «Ευαγγελισμού» και σε μια ελληνική φαρμακευτική εταιρεία, το δεύτερο μεγαλύτερο «σχολείο» για εκείνον μετά το νοσοκομείο.
Στη φαρμακευτική εταιρεία, μάλιστα, είχε γίνει προϊστάμενος στο τμήμα διάθεσης και προώθησης.
Ο ίδιος θυμάται: «Ήμουν φοιτητής της Φαρμακευτικής, όταν κατέθεσα το πρώτο μου σήμα για ένα φάρμακο. Έναν συνδυασμό τριών βιταμινών (B1 με B6 και B12), ισάξιο σε σύνθεση προϊόντος πολυεθνικής εταιρείας.
Μάλιστα παρά τα λιγότερα τεχνολογικά μέσα και τις δυνατότητες έρευνας και παραγωγής, καταφέραμε να το ανταγωνιστούμε με επιτυχία, κερδίζοντας αναγνώριση για την ποιότητα του φαρμάκου μας, ακόμη και από τον ίδιο τον ανταγωνιστή μας».
Το 1967 έκανε ένα τολμηρό βήμα, αγοράζοντας ένα φαρμακείο στο Περιστέρι. Λίγο αργότερα εγκρίθηκε το πρώτο φάρμακο, τον φάκελο του οποίου είχε καταθέσει στις αρμόδιες Αρχές, όντας φοιτητής. Και κάπως έτσι γεννήθηκε η Rafarm.
«Για να κυκλοφορήσουμε τότε φάρμακο, έπρεπε να είμαστε φαρμακοποιοί, χημικοί ή οδοντίατροι. Αυτές ήταν οι τρεις ειδικότητες, που μπορούσαν να πάρουν τη σχετική
άδεια. Εγώ ακόμη ήμουν φοιτητής, αλλά όταν εγκρίθηκε ο φάκελός μου, είχα, ήδη,
αποφοιτήσει.
Τολμώ να πω ότι ήταν ένα πληρέστατος και επιστημονικά άρτιος ογκώδης φάκελος.
Δεν γινόταν αλλιώς, εξάλλου, καθώς ελεγχόμουν σταθερά και τακτικά από τη Merck,
της οποίας το φάρμακο θα ξεκινούσα να παραγάγω», έχει πει ο κ. Ρασσιάς.
Ίδρυσε τη Rafarm και την ALIFARM. Αργότερα, μετά από μια συνεργασία για την ίδρυση εργοστασίου, που ναυάγησε, ξεκίνησε μόνος, με τις οικονομίες του, τη δημιουργία της Μονάδας στην Παιανία.
Η αρχική παραγωγή περιελάμβανε τρία φάρμακα. Το πρώτο που είχε καταθέσει ως φοιτητής και δυο κολλύρια.
Πίσω στο σήμερα η εταιρεία αξιοποιεί αποκλειστικά ελληνικά κεφάλαια. Διαθέτει εγκαταστάσεις παραγωγής συνολικής έκτασης 16.000 τ.μ. και απασχολεί περισσότερους από 600 καταρτισμένους επιστήμονες και έμπειρους επαγγελματίες.
Πηγή: mononews
Διαβάστε επίσης
Νεκτάριος Ταβερναράκης: Ο πρώτος Έλληνας Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης για τη Μοριακή Βιολογία