Πολλοί ασθενείς που ακολουθούν αντιθρομβωτική θεραπεία συχνά διστάζουν να προγραμματίσουν απαραίτητες χειρουργικές επεμβάσεις, υπό το φόβο πιθανών επιπτώσεων.
Πρόσφατη μελέτη σε ασθενείς που χρειάζονταν προγραμματισμένη ή επείγουσα λαπαροσκοπική σκωληκοειδεκτομή έδειξε ότι η αντιπηκτική αγωγή δεν δημιουργεί σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο για τους συγκεκριμένους ασθενείς, σε σύγκριση με όσους δεν λαμβάνουν αντιθρομβωτικά φάρμακα.
«Η οξεία σκωληκοειδεκτομή είναι η πιο συχνή κοιλιακή χειρουργική επέμβαση στον κόσμο, Οι άνδρες αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο να υποβληθούν σε αυτή, ο οποίος ανέρχεται στο 8,6%, ενώ για τις γυναίκες το ποσοστό είναι χαμηλότερο και δεν ξεπερνά το 7%. Όσον αφορά στους ηλικιωμένους, η σκωληκοειδίτιδα είναι η τρίτη συνηθέστερη ένδειξη για επέμβαση στην κοιλιακή χώρα και τα ποσοστά θνησιμότητας είναι οκτώ φορές μεγαλύτερα από αυτά των νεότερων ασθενών», σημειώνει ο γενικός χειρουργός Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος – Διευθυντής της χειρουργικής κλινικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών – Ιατρικού Περιστερίου και Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής (www.axiarchos.gr).
Προκαλείται από την απόφραξη του αυλού της σκωληκοειδούς απόφυσης, το οποίο ενδεχομένως να οφείλεται σε κάποιους μηχανικούς λόγους (απόφραξη από κόπρανα, στερεά τροφικά κατάλοιπα), ή σε κάποια φλεγμονή (ιογενείς λοιμώξεις, εντεροκολίτιδα κ.λπ.).
Η απόφραξη αυτή μπορεί να προκαλέσει οίδημα ή ακόμη και ρήξη του τοιχώματος της απόφυσης, με αποτέλεσμα την έξοδο του περιεχομένου της (κόπρανα) στην κοιλιά, με επακόλουθο την περιτονίτιδα. Σε μια ανάλογη περίπτωση, ο ασθενής πρέπει να υποβληθεί άμεσα σε επέμβαση, προκειμένου να αφαιρεθεί η σκωληκοειδής απόφυση.
Για περισσότερο από έναν αιώνα, η ανοιχτή σκωληκοειδεκτομή ήταν η μόνη θεραπεία για την σκωληκοειδίτιδα. Η σύγχρονη διαχείριση της σκωληκοειδίτιδας όμως είναι πιο εξελιγμένη. Πλέον η επιλογή της λαπαροσκοπικής μεθόδου είναι συχνότερη και ιδιαίτερα στους ασθενείς με συνοδές παθήσεις, αλλά σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιθρομβωτικά φάρμακα.
Τι ισχύει για τα αντιπηκτικά
Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε από μια ομάδα ερευνητών, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Christopher Pearcy, MD, του Methodist Dallas Medical Center, αξιολόγησε δύο ομάδες 195 ασθενών που υποβλήθηκαν σε έκτακτη ή προγραμματισμένη λαπαροσκοπική σκωληκοειδεκτομή σε τρία κέντρα και σε διάστημα 4 ετών.
Μία ομάδα ήταν σε μη αναστρέψιμη αντιθρομβωτική θεραπεία και η άλλη αποτέλεσε την ομάδα ελέγχου. Τα κύρια σημεία που ερευνήθηκαν ήταν η απώλεια αίματος, η ανάγκη μετάγγισης και η θνησιμότητα. Τα δευτερεύοντα ήταν η διάρκεια της επέμβασης, η διάρκεια της παραμονής στο νοσοκομείο, τα ποσοστά λοιμώξεων, οι επιπλοκές και οι επανεισαγωγές εντός 30 ημερών.
“Σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, δεν διαπιστώσαμε καμία σημαντική διαφορά σε οποιοδήποτε σημείο μετά από λαπαροσκοπική σκωληκοειδεκτομή σε ασθενείς με προνοσοκομειακή αντιθρομβωτική θεραπεία”, δήλωσε ο Dr. Pearcy.
Συγκεκριμένα, η μέση υπολογιζόμενη απώλεια αίματος ήταν 18 cc στα άτομα που αποτελούσαν την ομάδα ελέγχου έναντι 22 cc σε ασθενείς που βρίσκονταν σε αντιθρομβωτική θεραπεία και η θνησιμότητα ήταν 0% στην πρώτη έναντι 1% στην τελευταία. Οι ασθενείς με αντιθρομβωτικά είχαν χαμηλότερο ποσοστό επιπλοκών: 3% έναντι 11%.
Σύμφωνα με τον Δρ. Αναστάσιο Ξιάρχο, η λαπαροσκοπική σκωληκοειδεκτομή είναι μια επέμβαση που απαιτεί μικρό χειρουργικό χρόνο και γίνεται μέσω τριών τομών μισού έως ενός εκατοστού και τη χρήση εξειδικευμένων εργαλείων. Η απόφυση αφαιρείται αναίμακτα και η παραμονή του ασθενή στο νοσοκομείο δεν ξεπερνά το 24ωρο. Εκτός από τα γνωστά πλεονεκτήματα μιας λαπαροσκοπικής επέμβασης, επιπλέον σημαντικό πλεονέκτημα αποτελεί η δυνατότητα να αντιμετωπιστεί μια παράλληλη παθολογία (όπως γυναικολογικά προβλήματα ή Μεκέλειος απόφυση) ή μια -αρκετά συχνή- έκτοπος θέση της σκωληκοειδούς απόφυσης (οπισθοτυφλική, υφηπατική), η οποία θα απαιτούσε επέκταση της τομής. Όσον αφορά στους ασθενείς υπό αντιθρομβωτική αγωγή, από τα ευρήματα της μελέτης διαφαίνεται ότι δεν υπάρχει σημαντική διαφορά συγκριτικά με όσους δεν λαμβάνουν τέτοια φάρμακα, αλλά αναμένονται νεότερα δεδομένα για εκείνους που λαμβάνουν αντιπηκτικά νέας γενιάς.