Είναι το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου. Το γιατί δεν αδυνατίζουν όλοι, όσοι λαμβάνουν τα φάρμακα για την παχυσαρκία, απασχολεί όσους ανήκουν στις εξαιρέσεις, που, ως είθισται, επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Την τελευταία πενταετία, μετά την επανάσταση της σεμαγλουτίδης (Ozempic), που προορίζεται για την αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2 και έχει παράπλευρο όφελος την απώλεια βάρους, βλέπουμε όλο και περισσότερους να γίνονται συλφίδες και, μάλιστα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η έλευση κι άλλων νέων ενέσιμων φαρμάκων στο μεταξύ, όπως της τιρζεπατίδης (Mounjaro), της σεμαγλουτίδης για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας (Wegovy) και άλλων που είναι στα σκαριά, άλλαξε το τοπίο, προσφέροντας ακόμη περισσότερες επιλογές και κάνοντας τη ζήτηση εκρηκτική.
Φάρμακα για την παχυσαρκία: Γιατί δεν “δουλεύουν” σε όλους;
«Η ερώτηση γιατί δεν αδυνατίζουν όλοι, είναι το ιερό δισκοπότηρο», μας λέει ο επίτιμος αναπληρωτής καθηγητής Ενδοκρινολογίας στο UCL, Πλούταρχος Τζούλης.
«Το θέμα είναι υπό μελέτη, αλλά ακόμη δεν έχουμε την απάντηση. Πιθανόν να ευθύνεται το γενετικό υπόβαθρο, θα το δούμε».
Τα νεότερα ενέσιμα φάρμακα για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας χορηγούνται μία φορά την εβδομάδα.
Εξαίρεση είναι η λιραγλουτίδη (Saxenda), που είναι κι αυτό ενέσιμο φάρμακο και χορηγείται καθημερινά. Είναι, δε, και το μόνο που συνταγογραφείται για τη συγκεκριμένη ένδειξη.
Ωστόσο η λιραγλουτίδη επιτυγχάνει 5%-7% απώλεια βάρους και κάποιοι τη θεωρούν ξεπερασμένη. Ο λόγος είναι ότι τα νέα σκευάσματα συμβάλλουν σε σημαντικά μεγαλύτερη απώλεια. Η σεμαγλουτίδη στο 15-17% και η τιρζεπατίδη στο 22%.
Επιπλέον κυκλοφορεί και ο συνδυασμός δύο ουσιών, της νατρεξόνης και της βουπροπιόνης (Mysimba), με απώλεια σωματικού βάρους 5%. Είναι σε μορφή δισκίου (χάπι) και δεν έχει μεταβολικά οφέλη.
Η μάχη με τα παραπανίσια κιλά
Η νίκη στη μάχη με τα παραπανίσια κιλά δεν είναι εύκολη. Τουναντίον είναι ένας συνεχής αγώνας. Και το γεγονός ότι η παχυσαρκία συσχετίζεται με πλείστα όσα προβλήματα υγείας, καθιστά επιτακτικό το αδυνάτισμα, προκειμένου να μην χάνονται χρόνια ζωής.
Η μάχη γίνεται πιο εύκολη χάρη στα νέα φάρμακα, αλλά κάποιοι εξ’ ορισμού γνωρίζουν ότι θα δυσκολευτούν περισσότερο.
Όπως εξηγεί ο κ. Τζούλης: «Όσοι χάνουν λιγότερο βάρος με αυτά τα φάρμακα, είναι οι λεγόμενοι non responders. Χάνουν κάτω από το 5% των περιττών κιλών – το ποσοστό αυτό είναι το όριο αποτελεσματικότητας των φαρμάκων και είναι απαραίτητο, για να λάβουν έγκριση κυκλοφορίας, ώστε να έχουν ιατρικό όφελος.
Όμως το 15% των χρηστών δεν ανταποκρίνεται. Αυτό αφορά κυρίως στους άνδρες, που κατά μέσο όρο έχουν μικρότερη ανταπόκριση».
Ο ρόλος του φύλου και ο διαβήτης
Οι άνδρες δεν κάνουν συχνά διατροφικές αλλαγές. Οι γυναίκες είναι εκείνες που, παραδοσιακά, προσέχουν περισσότερο τη διατροφή τους και παλεύουν με το νούμερο στη ζυγαριά. Οι άνδρες συνήθως κάνουν προσπάθεια να αδυνατίσουν, όταν εμφανίσουν κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας.
«Μια άλλη σημαντική παράμετρος, που φαίνεται ότι εμποδίζει τη μεγαλύτερη απώλεια βάρους, είναι η ύπαρξη του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2.
Παρατηρούμε ότι η μέση απώλεια βάρους μεταξύ όσων νοσούν, είναι περίπου η μισή, σε σύγκριση με όσους δεν πάσχουν από διαβήτη», επισημαίνει ο επίτιμος αναπληρωτής καθηγητής Ενδοκρινολογίας στο UCL.
Δεν μπορούν να προβλέψουν
Με δεδομένη την ετερογένεια των ασθενών, που θέλουν να λάβουν τις συγκεκριμένες θεραπείες, είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους επιστήμονες, που μελετούν και ασχολούνται με την παχυσαρκία, να γνωρίζουν από πριν ποιοι θα ανταποκριθούν, είναι κάτι που δεν μπορούν να προβλέψουν.
«Ουσιαστικά κάνουμε τυφλές δοκιμές σε όλους τους ασθενείς. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε πώς θα πάνε. Όμως εντός τριμήνου από την έναρξη της θεραπείας έχουμε εικόνα, αν ο ασθενής θα ανταποκριθεί το επόμενο διάστημα.
Η επόμενη φάση είναι να βρούμε έναν υπολογιστή αποτελεσματικότητας, αλλά προς το παρόν δεν έχουμε κάτι τέτοιο στη διάθεσή μας», τονίζει ο ειδικός.
Ξεκινούν καλά, αλλά… φρενάρουν
Υπάρχει άλλη μια κατηγορία ασθενών, που αξίζει να αναφερθεί.
Είναι εκείνοι, οι οποίοι βοηθιούνται από τα ενέσιμα φάρμακα, χάνουν κιλά, όμως κάποια στιγμή παύουν να αδυνατίζουν. Ενίοτε, δε, αισθάνονται ότι η όρεξή τους σταδιακά επιστρέφει, κάτι που τους ανησυχεί για την περαιτέρω πορεία τους.
Οι ίδιοι αναφέρουν ότι νιώθουν πως το φάρμακο παύει να δουλεύει και δεν «τους πιάνει».
Τι ισχύει;
Οι ειδικοί γιατροί βλέπουν το βάρος και όχι το αίσθημα της πείνας και του κορεσμού.
Όπως εξηγούν, συχνά μετά από οκτώ – εννέα μήνες θεραπείας πολλοί έχουν απωλέσει όσο βάρος ήταν να χάσουν και φθάνουν σε ένα «πλατό».
Μπορεί, λοιπόν, να μην αδυνατίζουν άλλο, αλλά με τη βοήθεια του φαρμάκου η μείωση, που έχει επιτευχθεί, διατηρείται και οι γιατροί αυτό το αξιολογούν ως επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητας της εκάστοτε θεραπείας.
Άλλο τοπίο ως το 2030
Την ίδια ώρα οι παρασκευάστριες φαρμακευτικές εταιρείες Novo Nordisk και Eli Lilly (Φαρμασέρβ Λίλλυ στη χώρα μας) συνεχίζουν να επενδύουν σε καινοτόμα σκευάσματα, αξιοποιώντας την πληθώρα επιστημονικών πληροφοριών και μετρώντας υπέρογκα κέρδη. Και όχι μόνο αυτές.
Ήδη είναι σε κλινικές μελέτες Φάσης 3 νέα σκευάσματα. Η τάση είναι να παρασκευαστούν και χάπια για το αδυνάτισμα, που δεν θα έχουν, μεν, την ίδια υψηλή αποτελεσματικότητα με τις ενέσεις, όμως θα είναι πιο εύκολα στη χρήση.
Παράλληλα ως το 2028 αναμένεται να βγει στην αγορά και νέο ενέσιμο σκεύασμα από την εταιρεία Eli Lilly.
Όπως όλα δείχνουν μέχρι τώρα, το νέο φάρμακο είναι ιδιαιτέρως ελπιδοφόρο, μιας και, αν όλα πάνε βάσει σχεδίου, θα επιτυγχάνει απώλεια βάρους έως 28%, έχοντας αποτελέσματα ανάλογα με εκείνα της βαριατρικής χειρουργικής.
Δείτε επίσης
Παχυσαρκία: Οι οδηγίες του ΠΟΥ, τα καινοτόμα φάρμακα και ο ελληνικός οδικός χάρτης πρόληψης
Δωρεάν θεραπείες κατά της παχυσαρκίας: Όλα όσα προβλέπει η ΚΥΑ


















