Ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ, Χρήστος Χατζηχριστοδούλου, είναι σαφής. Μιλώντας για τις επόμενες κινήσεις του, στο πλαίσιο συνέντευξης που παραχώρησε στο Healthstories, επεσήμανε ότι κυοφορούνται αλλαγές και έκανε λόγο για σκληρές αποφάσεις, που αφορούν στο μέλλον του ΕΟΔΥ και στους εργαζόμενους.
«Όταν ανέλαβα, ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου. Έπρεπε να αντιμετωπίσω τις επιπτώσεις στη δημόσια υγεία των πλημμυρών στη Θεσσαλία και να αναλάβω έναν Οργανισμό με πάνω από 2.000 άτομα προσωπικό.
Παρότι γνώριζα τον Οργανισμό – γιατί μετά την αποχώρησή μου (σ.σ. από το ΚΕΕΛ) υπήρξα σύμβουλος για θέματα επιδημιολογικής επιτήρησης από το 2013 έως το 2015 – οφείλω να ομολογήσω ότι η κατάσταση, που βρήκα, ήταν χειρότερη απ’ ό,τι περίμενα.
Το επιστημονικό προσωπικό ελάχιστο και όχι όσο πρέπει εκπαιδευμένο. Τουλάχιστον 1.500 άτομα αυτή την στιγμή ασχολούνται με αντικείμενα, που είναι εκτός του σκοπού λειτουργίας του ΕΟΔΥ: 1) παροχή Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας σε μετανάστες – πρόγραμμα PHILOS, 2) πάνω από χίλια άτομα ειδικού σκοπού για την αντιμετώπιση της πανδημίας της COVID-19».
Πρόεδρος ΕΟΔΥ: Τα προβλήματα και οι ανακοινώσεις
Ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ επισημαίνει ότι από τα 1.500 άτομα ο Οργανισμός χρειάζεται περίπου 100 για την επιδημιολογική επιτήρηση και για την πρόληψη νοσημάτων σε μετανάστες, καθώς και για τις κινητές μονάδες επιδημιολογίας πεδίου.
«Όπως καταλαβαίνετε, πρέπει να ληφθούν σκληρές αποφάσεις και να βρεθεί λύση για ανθρώπους, που προσέφεραν στην αντιμετώπιση της πανδημίας, καθώς και στην αντιμετώπιση του προσφυγικού. Είμαστε σε στενή συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας, για να βρούμε τις καλύτερες λύσεις απορρόφησης αυτών των εργαζομένων σε Φορείς Υγείας.
Παράλληλα ο Οργανισμός δεν είχε καμία βάση δεδομένων και στην ουσία λειτουργούσε με παλαιότερες βάσεις, που δημιούργησα στο πλαίσιο του ΕΚΕΠΑΠ το 1998, οι οποίες εξελίχθηκαν και με αρχεία σε excel. Επίσης δεν είχε το πιο σημαντικό εργαλείο επιδημιολογικής επιτήρησης, αυτό της εργαστηριακής καταγραφής. Έχει μόνο το σύστημα υποχρεωτικώς δηλωμένων νοσημάτων, το οποίο παρουσιάζει σημαντική υποδήλωση, για να λειτουργήσει σωστά.
Με το που αναλάβαμε στον ΕΟΔΥ, ξεκινήσαμε έναν αγώνα, ώστε το 2024 να διαπιστευθεί το ΚΕΔΥ και παράλληλα να αξιοποιήσει τον καινούριο εξοπλισμό, που είχε, ήδη, προμηθευτεί. Επιπλέον σκοπεύουμε να λειτουργήσουμε το ΠΕΔΥ Κεντρικής Μακεδονίας και Αλεξανδρούπολης, καθώς και δίκτυο συνεργαζόμενων εργαστηρίων», αναφέρει ο κ. Χατζηχριστοδούλου.
Η χρηματοδότηση από το RRF
Όπως εξηγεί ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ, υπάρχει η βούληση από πλευράς του Υπουργείου Υγείας να δοθεί γενναία χρηματοδότηση μέσω του RRF, η οποία θα κινηθεί σε τρεις άξονες:
- Θεσμική και λειτουργική αναδιοργάνωση του Οργανισμού (οργανόγραμμα, διοικητικές διαδικασίες, οργάνωση περιφερειακών δομών, εκπαίδευση προσωπικού κτλ.
- Αναδιοργάνωσή και ψηφιοποίηση συστημάτων επιδημιολογικής επιτήρησης, τόσο για μεταδοτικά νοσήματα, όσο και για τα μη μεταδοτικά.
- Αναδιοργάνωση των σχεδίων ετοιμότητας και απόκρισης για όλους τους κινδύνους και τις διασυνοριακές απειλές.
«Όπως καταλαβαίνετε, είναι εξαιρετικά σύνθετο και πολύπλοκο το έργο στον ΕΟΔΥ. Πρέπει να δουλέψουμε στενά με όλο το προσωπικό, το οποίο ευχαριστώ για την μέχρι τώρα συνεργασία, και να κάνουμε γενναία βήματα προς τα εμπρός, ώστε να ανταποκριθούμε στις σύγχρονες ανάγκες της Δημόσιας Υγείας».
Από το ΚΕΕΛ στον ΕΟΔΥ
Ο κ. Χατζηχριστοδούλου ίδρυσε στα τέλη του 1997 το ΕΚΕΠΑΠ (Εθνικό Κέντρο Επιδημιολογικής Παρακολούθησης και Παρέμβασης), μετά από παρότρυνση του τότε Υφυπουργού Υγείας Μανώλη Σκουλάκη και συνέβαλε στον εκσυγχρονισμό των παρεχόμενων υπηρεσιών.
«Ο Υφυπουργός βρισκόταν σε αδιέξοδο, γιατί είχε επιδημία ηπατίτιδας Α στην Ξάνθη και είχε αντικρουόμενες εισηγήσεις.
Να θυμίσω ότι τότε το ΚΕΕΛ (μετέπειτα ΚΕΕΛΠΝΟ και νυν ΕΟΔΥ) είχε μόνο την επιτήρηση του HIV (AIDS). Τα λοιμώδη νοσήματα δηλώνονταν εγγράφως στο Υπουργείο Υγείας, σύμφωνα με το νόμο του 1953 περί υποχρεωτικώς δηλούμενων νοσημάτων», θυμάται ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ.
Πρόσθεσε ότι μαζί με τους συνεργάτες του, μεταξύ άλλων, μετέφεραν το αρχείο είκοσι χρόνων σε φακέλους στο ΚΕΕΛ, δημιούργησαν βάσεις δεδομένων και καταχώρησαν όλα τα δηλωμένα κρούσματα, δημιούργησαν εργαστηριακό δίκτυο καταγραφής και δίκτυο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας για τη γρίπη, καθώς και την πρώτη web based εφαρμογή για δήλωση γαστρεντερίτιδας, στο πλαίσιο επιδημιολογικής επιτήρησης σε τουριστικές περιοχές.