Τα εθνικά συστήματα υγείας θα πρέπει να αξιοποιήσουν τα διδάγματα της πανδημίας, για να ισχυροποιηθούν, να αναπτύξουν στρατηγικές, να θεσπιστούν stress tests για τα συστήματα υγείας, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν παρόμοια φαινόμενα με την πανδημία COVID-19, τα οποία είναι πιθανόν να συμβούν τα επόμενα χρόνια, ανέφερε ο καθηγητής της Πολιτικής της Υγείας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου Ηλίας Μόσιαλος, στην τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Ιατρικής του ΑΠΘ, που πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Τελετών του Παλαιού Κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής.
«Δε θα περιμένουμε την επόμενη κρίση, δεν έχουμε περιθώριο να κάνουμε λάθη», είπε ο κ. Μόσιαλος, εξηγώντας ότι ο συγχρωτισμός που θα υπάρχει στις μεγαλουπόλεις – με μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών από αγροτικές περιοχές σε αστικές περιοχές, ιδιαίτερα σε αναπτυσσόμενες χώρες και κυρίως Ινδία, Πακιστάν, Μπαγκλαντές και χώρες της αφρικανικής ηπείρου – θα δημιουργήσει εκρηκτικές συνθήκες και σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή, μπορεί να προκαλέσει μία νέα κρίση.
Η. Μόσιαλος: COVID-19 και επόμενη υγειονομική κρίση
«Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, να μελετάμε τα δεδομένα», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι χρειάζονται μεγάλες επενδύσεις, κυρίως από τις κυβερνήσεις των χωρών των ομάδων G20, G7 και της Ευρωπαϊκής Ένωσης , έτσι ώστε αν προκύψει ένας νέος ιός, για τον οποίο δε γνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά του, ώστε να τον αντιμετωπίσουμε, είτε με φαρμακολογικές παρεμβάσεις, είτε με νέα εμβόλια, είτε με άλλες παρεμβάσεις που μπορεί να πάρει η διεθνής κοινότητα, να είμαστε σε θέση σταματήσουμε στην αρχή το ξεκίνημα μιας νέας πανδημίας.
«Δεν πρέπει δηλαδή να εφησυχάσουμε επειδή περάσαμε αυτό που περάσαμε και να θεωρήσουμε ότι μπορεί να ξαναγίνει σε εκατό χρόνια. Μπορεί να γίνει σε 5 χρόνια, μπορεί να γίνει σε 10, μπορεί να γίνει και σε 100. Αλλά επειδή δεν ξέρουμε και υπάρχει μια αβεβαιότητα, καλό είναι να προετοιμαζόμαστε», τόνισε, προσθέτοντας ότι η προετοιμασία αυτή δεν αφορά μόνο της παρεμβάσεις δημόσιας υγείας και πρόληψης, αλλά ανθεκτικές παρεμβάσεις που συμβάλλουν στην εξισορρόπηση και με άλλες πολιτικές και οικονομικές παραμέτρους, όπως π.χ. ο τραπεζικός κίνδυνος.
«Η χάραξη πολιτικής για την COVID-19 έπρεπε να αντιμετωπίσει σημαντικές αβεβαιότητες σχετικά με τη φύση της νόσου, τη δυναμική της μετάδοσής της που δεν είχαμε συγκεκριμένες πληροφορίες και τις συμπεριφορικές αντιδράσεις, δηλαδή πώς θα αντιδράσουμε σε ένα φαινόμενο που δεν ξέραμε και πώς αντιδρά ο πληθυσμός όταν δε γνωρίζουμε τις πιθανότητές μας», ανέφερε ο καθηγητής κάνοντας μία αναδρομή στον τρόπο με τον οποίο χάραξαν οι κυβερνήσεις πολιτικές διαχείρισης της πανδημίας, την πολυπλοκότητα των αποφάσεων και πώς «και οι επιστήμονες πρότειναν διαφορετικά πράγματα, αλλά και οι χώρες έκαναν διαφορετικά πράγματα», τροφοδοτώντας ως εκ του αποτελέσματος και την παραπληροφόρηση.
«Υπήρχαν πάρα πολλά περιθώρια για παραπληροφόρηση, οι κυβερνήσεις έκαναν διαφορετικά πράγματα, οι επιστήμονες έλεγαν διαφορετικά πράγματα, μόνο για τη χρήση μάσκας υπήρξαν τουλάχιστον 7-8 διαφορετικού τύπου εφαρμογές του μέτρου», σημείωσε.
Ανάγκη βελτίωσης της υγειονομικής ασφάλειας
Σε ότι αφορά τς προκλήσεις και τις ευκαιρίες για τα συστήματα υγείας σήμερα ο κ. Μόσιαλος μίλησε για την ανάγκη βελτίωσης της υγειονομικής ασφάλειας και ενίσχυσης της ηγετικής θέσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρατηρώντας ότι «ο τρόπος που συμπεριφέρθηκαν χώρες απέναντι σε άλλες ανέδειξε δραματικά χαρακτηριστικά ανεπάρκειας γι’ αυτό χρειάζεται μία πιο συνεκτική ευρωπαϊκή πολιτική στα θέματα υγείας». Αναφέρθηκε ακόμη στην ανάγκη βελτίωσης της αγοράς εργασίας για τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας και της φροντίδας. «Ηρωοποιήσαμε το νοσηλευτικό προσωπικό, μα τώρα έχουμε ξεχάσει τι έχει υποστεί, κανείς δε μιλάει. Είναι αναγκαία μία ευρωπαϊκή πολιτική για το ανθρώπινο δυναμικό και ένας σχεδιασμός που θα ενισχύσει και τις χώρες που υποφέρουν από το brain drain», σημείωσε.
«Το νέο ΕΣΥ»
Μιλώντας για το μέλλον του Ελληνικού Συστήματος Υγείας, ο κ. Μόσιαλος εστίασε σε πέντε στρατηγικές επιλογές, ήτοι τη χρηματοδότηση, τη στρατηγική, την κατανομή πόρων, την αγορά υπηρεσιών και την παροχή υπηρεσιών. Η στρατηγική, όπως εξήγησε, αφορά το τι πρέπει να αλλάξει και δεν μπορεί να είναι ένας χάρτης υγείας όπου θα καταγραφούν οι κλίνες, τα νοσοκομεία, οι νοσηλευτές, οι γιατροί, αλλά ένας χάρτης δεξιοτήτων, ώστε δημιουργήσουμε συστήματα καινοτομίας και διάχυσης της γνώσης μέσα στο σύστημα υγείας.
Ένα νέο Εθνικό Σύστημα Υγείας προς όφελος των Ελλήνων πολιτών, θα πρέπει πρώτα και κύρια να είναι ένα δημόσιο σύστημα υγείας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει ρόλος για τον ιδιωτικό τομέα, αλλά μέσα σε ένα ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο με τον δημόσιο τομέα, όπου δημόσιος και ιδιωτικός τομέας όσον αφορά την παροχή των υπηρεσιών, θα παρέχουν τις υπηρεσίες με τον ίδιο τρόπο για τους πολίτες, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ικανοποιητική πρόσβαση των πολιτών», επισήμανε, προσθέτοντας ότι η χρηματοδότηση του θα πρέπει να είναι κυρίως δημόσια και ο ρυθμιστικός έλεγχος του συστήματος θα πρέπει να είναι από το Δημόσιο.
Σχετικά με τη δομή του εξήγησε πως ο ρόλος του υπουργείου Υγείας θα πρέπει να είναι στρατηγικός και να απεμπλακεί από γραφειοκρατικού τύπου διαδικασίες όπως οι αποφάσεις για μετακινήσεις προσωπικού, για τον ΕΟΠΠΥ ότι μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αγορά των υπηρεσιών, την ποιότητά τους και τις καινοτομίες, προάγοντας των ανταγωνισμό αλλά και προσελκύοντας επενδύσεις.
Ως κατεξοχήν δημόσια παρέμβαση χαρακτήρισε ο κ. Μόσιαλος την εκπαίδευση των Ελλήνων ασθενών να διαχειρίζονται την υγεία τους, «γιατί οι ασθενείς πολλές φορές δεν ακολουθούν τις συμβουλές μας, γιατί δεν έχουμε χρόνο να εξηγήσουμε». Ιδιαίτερη σημασία έδωσε στα προγράμματα εκπαίδευσης, που θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες συνθήκες ιατρικής καθώς, όπως εξήγησε, οι συνθήκες στις οποίες εκπαιδευτήκαμε πάρα πολλοί μέχρι και πρόσφατα είναι τελείως διαφορετικές από ό,τι προδιαγράφεται το μέλλον με την ψηφιοποίηση, την Τεχνητή νοημοσύνη, τη χρήση των big data, που θα αλλάξουν πάρα πολλά πράγματα, ενώ μέσα σε αυτό τον προγραμματισμό θα πρέπει να γίνει και αναδιάρθρωση ανθρώπινου δυναμικού, με κίνητρα σεειδικότητες που δεν προσελκύουν κ.λπ. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ανέφερε την έλλειψη αναισθησιολόγων, καθώς και ότι σήμερα στη χώρα μας οι αιματολόγοι είναι λιγότεροι από το 1/3 των ουρολόγων.
Επενδύσεις και υποδομές
Σχετικά με τα νοσοκομεία τόνισε ότι χρειάζονται μεγάλες επενδύσεις στις υποδομές, καθώς πολλά βρίσκονται σε οριακή κατάσταση λόγω παλαιότητας, ενώ μίλησε και για την ανάγκη να επανασχεδιασμού στη διαχείριση τους παρατηρώντας ότι υπάρχει νομός στη χώρα όπου υπάρχουν τέσσερα νοσοκομεία, όπου παρόλα αυτά το 90% του πληθυσμού πηγαίνει στο γειτονικό νομαρχιακό και πανεπιστημιακό νοσοκομείο, ενώ τρεις γειτονικοί νομοί έχουν 5 νοσοκομεία με πληρότητα 40-50%, όπου δεν μπορούν να βγουν οι εφημερίες, και την ίδια στιγμή οι γιατροί στα μικρά νοσοκομεία δεν έχουν την δυνατότητα να εξασκήσουν και να διατηρήσουν τις δεξιότητές τους.