Η βία κατά των γιατρών και των νοσηλευτών να αποτελέσει ιδιώνυμο αδίκημα με αυστηρότατες ποινές, ζητά ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, ο οποίος ξεκίνησε την καταγραφή των περιστατικών σε ειδική φόρμα, εύκολα προσβάσιμη, στην ιστοσελίδα του συλλόγου.
Η βία κατά των γιατρών εντείνεται το τελευταίο διάστημα
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) ποσοστό που κυμαίνεται από 8% έως 38% των επαγγελματιών υγείας, ανάλογα με τη χώρα, την ειδικότητα, το χώρο εργασίας και το ωράριο, έχει υποστεί σωματική βία σε κάποια στιγμή της εργασίας του. Επίσης, ο ΠΟΥ αναφέρει ότι το 62% των επαγγελματιών υγείας έχει εκτεθεί σε κάποια μορφή βίας» επεσήμανε σε ενημερωτική εκδήλωση του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο της φετινής ΔΕΘ η Ελπίς Χοχλιούρου, Παιδίατρος-Νεογνολόγος-Εντατικολόγος -Διευθύντρια ΜΕΘ Παίδων Γ.Ν.Θ «Ιπποκράτειο»-Γενική Γραμματέας Ιατρών ΕΣΥ και Μέλος του ΔΣ του ΙΣΘ.
Πρόσθεσε ότι με πρωτοβουλία του προέδρου του ΙΣΘ Νίκου Νίτσα άρχισε η καταγραφή όλων των περιστατικών βίας κατά των γιατρών χωρίς γραφειοκρατικά ή άλλα προσκόμματα, από τον ίδιο τον σύλλογο, σε ειδική φόρμα, εύκολα προσβάσιμη στην ιστοσελίδα του ΙΣΘ τονίζοντας ότι «με τη συνεργασία όλων ευελπιστούμε στη διεκδίκηση όσων μας αναλογούν και κυρίως στην υποστήριξη συναδέλφων που μας χρειάζονται στον καθημερινό τους αγώνα».
Υπενθυμίζεται ότι ο κ Νίτσας τον Φεβρουάριο του 2019 είχε ζητήσει εγγράφως από το υπουργείο Υγείας να λάβει άμεσα μέτρα προστασίας των γιατρών που υπηρετούν στο ΕΣΥ σε όλα τα επίπεδα. Επίσης, να προχωρήσει στις απαιτούμενες ενέργειες, σε συνεργασία με το υπουργείο Δικαιοσύνης, ώστε κάθε είδους βία στα νοσοκομεία και Κέντρα Υγείας απέναντι σε γιατρούς και προσωπικό να αποτελεί ιδιώνυμο αδίκημα με αυστηρότατες ποινές.
Σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για άλλες κατηγορίες εργαζομένων, όπως ελεγκτές ΔΟΥ, όποιος επιτίθεται, απειλεί, εξυβρίζει, προσβάλλει την προσωπικότητα ή προκαλεί σωματική βλάβη κατά την εκτέλεση του καθήκοντός τους, διώκεται με βάση ειδικές διατάξεις του ποινικού κώδικα, δηλαδή αυτές που ισχύουν για τις επιθέσεις εναντίον αστυνομικών ή λιμενικών υπαλλήλων. Ο κ Νίτσας είχε ζητήσει οι επιθέσεις ΚΑΙ εναντίον λειτουργών της υγείας να χαρακτηρίζονται ιδιώνυμο αδίκημα για να αποτελούν ιδιαιτέρως επιβαρυντικές ενέργειες, να επισύρουν τις μέγιστες προβλεπόμενες ποινές για τους δράστες και να διώκονται αυτεπάγγελτα, χωρίς να απαιτείται κατάθεση μήνυσης.
Όχι στη βία στα νοσοκομεία και στις άλλες δομές υγείας
Η πρώτη θεματική ενότητα, στο πλαίσιο της φετινής διοργάνωσης της ΔΕΘ, αφορούσε στη γνωστοποίηση του φαινομένου της βίας κατά των γιατρών από γιατρούς της πρώτης γραμμής, ώστε να μην πάρει τη μορφή «επιδημίας» καθώς και στην κατανόηση και στην έγκαιρη αντιμετώπιση του. Στη συζήτηση που μεταδόθηκε απευθείας μέσω της ιστοσελίδας του ΙΣΘ πήραν μέρος οι:
–Βασίλειος Ντούρος, Διευθυντής ΤΕΠ Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης
– Βάιος Νταφούλης, Παιδοψυχίατρος, Διευθυντής της Παιδοψυχιατρικής Κλινικής του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης
– Λήδα Κοβάτση, Ιατροδικαστής, Καθηγήτρια Διευθύντρια του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας, Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ
– Δημήτριος Δανιήλ, Ψυχίατρος, Επικουρικός Ιατρός Ψυχιατρική Κλινική Γ.Ν.Θ «Γ. Παπανικολάου»
Β. Ντούρος «Οι δράστες των επιθέσεων συνήθως δεν είναι ασθενείς αλλά οι συνοδοί τους»
Ο κ. Ντούρος μίλησε για τα ΤΕΠ ως ένα χώρο υψηλών εντάσεων, με πολύωρες αναμονές και γι αυτό «πρωτοστατούν» σε τέτοιου είδους περιστατικά βίας, λεκτικής ή σωματικής. «Πολύ συχνά ασθενείς ή συνοδοί μας φωνάζουν «εγώ σε πληρώνω…» ενώ καταγράφονται προπηλακισμοί, ξυλοδαρμοί κλπ. Σε πολλές περιπτώσεις γιατροί χρειάστηκαν γιατρούς για κατάγματα και χτυπήματα στα πλευρά, γεγονός πολύ λυπηρό για λειτουργούς της υγείας οι οποίοι επέλεξαν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, ύστερα από χρόνια εκπαίδευσης, για να βοηθήσουν συνανθρώπους τους αλλά τελικά βρέθηκαν οι ίδιοι να είναι τραυματίες και να χρειάζονται περίθαλψη». Ο διευθυντής των Τακτικών Επειγόντων Περιστατικών στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, ένα από τα μεγαλύτερα στην Ελλάδα σημείωσε ότι δράστες των επιθέσεων συνήθως δεν είναι ασθενείς αλλά οι συνοδοί τους. «Επίσης οι ασθενείς που επιτίθενται συνήθως είναι περιπατητικοί και το θέμα τους θα μπορούσε να είχε λυθεί σε μία δομή Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και όχι στο τριτοβάθμιο νοσοκομείο».
Μάλιστα έχει παρατηρηθεί ότι όσοι αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα υγείας δημιουργούν τα λιγότερα «παρατράγουδα». Ο κ Ντούρος τόνισε ότι οι γιατροί δεν φοβούνται τις διαδικασίες δημοσιοποίησης των περιστατικών με βία ωστόσο είναι λειτουργοί της υγείας, υπηρετούν τους ασθενείς και δεν θέλουν να στρέφονται εναντίον τους. «Στο γιατρό προσβλέπει ο ασθενής και ο συνοδός του για τη γιατρειά του, σωματική και ψυχική που συνήθως είναι κλονισμένη εκείνη τη στιγμή που προσέρχεται στα ΤΕΠ. Εμείς οι γιατροί είμαστε αυτοί που καταπραΰνουμε τον πόνο, εμείς είμαστε αυτοί που θα κάνουμε καλά τους ασθενείς. Ωστόσο όποιοι δεν μας αφήνουν να κάνουμε τη δουλειά μας, τρώνε χρόνο τόσο από τους ίδιους όσο και από τους άλλους που περιμένουν υπομονετικά. Στα ΤΕΠ δεν χωράνε ευέξαπτοι, οφείλεις (ως γιατρός) να βρεις την ηρεμία που χρειάζεται για να εκτονωθεί η έκρυθμη κατάσταση, να βοηθήσεις τον επιτιθέμενο ασθενή ή τον συνοδό του αλλά και τους υπολοίπους που επιβαρύνονται από τις φωνές και τις αντιπαραθέσεις». Ο κ Ντούρος μίλησε για τη γενική κατεύθυνση που έχει τόσο αυτός όσο και οι συνεργάτες του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. «Δεν θα μαλώσουμε και δεν θα λογοφέρουμε με πολίτες που από την πλευρά τους έχουν δίκιο. Έρχονται στο νοσοκομείο για να εξεταστούν και να θεραπευτούν.
Αν έχουν παράπονα από το ΕΣΥ, τους προτρέπουμε να απευθυνθούν στη διοίκηση π.χ. για την οργάνωση των υγειονομικών δομών. Ωστόσο οι μισοί από όσους καταφεύγουν στα ΤΕΠ δεν θα έπρεπε να το κάνουν. Τα δικά τους προβλήματα υγείας θα μπορούσε να τα έχει λύσει η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Να σημειωθεί ότι στο Ιπποκράτειο, πέντε φορές το μήνα, εφημερεύουμε εντελώς μόνοι μας για ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη και την κεντρική Μακεδονία».
Όπως είπε ο διευθυντής των ΤΕΠ «ο κόσμος εμπιστεύεται περισσότερο τα νοσοκομεία από μια πρωτοβάθμια δομή υγείας με περιορισμένες δυνατότητες». Επίσης πρόσθεσε ότι «έχει παρατηρηθεί ότι όταν στο χώρο βρίσκονται αστυνομικοί – στο πλαίσιο της εργασίας τους με θύματα π.χ. κακοποίησης αποτρέπονται επιθέσεις. Ενδεχομένως θα ήταν πιο φρόνιμο να υπάρχει αστυνομία μόνιμα στο νοσοκομείο που εφημερεύει και για τη Θεσσαλονίκη είναι ένα ή δυο. Θεωρώ ότι θα πρέπει να δούμε το πρόβλημα πιο πρακτικά. Μέχρι να έρθει αστυνομικός από το τμήμα τις περισσότερες φορές είναι ήδη αργά, άλλωστε οι εμπλεκόμενοι συνοδοί που ξυλοφορτώνουν γιατρούς ή ασθενείς δεν δίνουν τα στοιχεία τους οπότε δύσκολα εντοπίζονται. Τα δε γενεσιουργά αίτια της κατάστασης θα μπορούσαν να εκλείψουν με την ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας ώστε να καταφεύγουν λιγότεροι στα ΤΕΠ, αυτοί που πραγματικά τα χρειάζονται» Τέλος ο κ Ντούρος τόνισε ότι οι δράσεις τόσο του ΙΣΘ όσο και του ΠΙΣ είναι προς τη σωστή κατεύθυνση όμως θα πρέπει να γίνουν κι άλλα από άλλους.
Λ. Κοβάτση: Μόνο με ιατροδικαστική έκθεση η τεκμηρίωση της επίθεσης – Δεν φτάνει η ιατρική γνωμάτευση – Οι επιθέσεις είναι αξιόποινες πράξεις και πρέπει να τιμωρούνται.
Η κα Κοβάτση μίλησε για τη σωματική βία, διότι η λεκτική δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της ιατροδικαστικής τονίζοντας ότι «οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό καθώς και οποιοσδήποτε πολίτης πρέπει να καταγγέλλουν τις επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα και να ζητήσουν ιατροδικαστική εξέταση. Αν δεν εμπλακεί η αστυνομία το συμβάν είναι σαν να μην έγινε πράγμα που σημαίνει ότι ο δράστης θα συνεχίσει ανενόχλητος και μάλιστα σε κλιμακούμενης έντασης επεισόδια. Μόνο αν γίνει καταγγελία στην ΕΛ.ΑΣ. θα κληθεί ο κρατικός ιατροδικαστής υπηρεσίας και θα επιληφθεί του περιστατικού». Η Ιατροδικαστής, Καθηγήτρια Διευθύντρια του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας, Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ είπε ότι «απ όσα είπε ο κ Ντούρος καταλαβαίνω ότι υπήρξαν πολλά περιστατικά βίας στο Ιπποκράτειο το οποίο εμείς εξυπηρετούμε ωστόσο δεν έφτασαν στην ιατροδικαστική υπηρεσία! Εγώ προσωπικά δεν έχω εξετάσει υγειονομικούς που δέχτηκαν βία και επίθεση και συνεπώς σε αυτή τη φάση «δίνουν τόπο στην οργή» κάτι που είναι λάθος διότι οδηγεί το φαινόμενο σε περαιτέρω κλιμάκωση. Υπάρχει δε η επιλογή και του ιδιώτη ιατροδικαστή σε περίπτωση που το θύμα της επίθεσης πχ τις επόμενες ημέρες θελήσει να καταγγείλει το γεγονός. Ας έχει μια ιατροδικαστική έκθεση στη φαρέτρα του. Ούτως ή άλλως μερικά 24ωρα μετά την επίθεση οι περισσότερες κακώσεις εμφανώς επιδεινώνονται». Η κα Κοβάτση απάντησε και στο ερώτημα γιατί οι γιατροί των νοσοκομείων δεν πιστοποιούν τις σωματικές επιθέσεις των συναδέλφων τους -με γνωματεύσεις ή απεικονιστικές εξετάσεις κ.λπ.- ότι «και αρκετοί πολίτες εκτός ιατρικής κοινότητας μπερδεύονται με το συγκεκριμένο. Καμία ιατρική εξέταση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ιατροδικαστική. Οι ιατροδικαστές έχουμε εκπαιδευτεί να εξετάζουμε τον ασθενή από άλλη οπτική γωνία. Θα τον ψάξει για εντυπώματα οργάνων, ένας παθολόγος δεν έχει τεταμένες τις αισθήσεις να τα αναζητήσει αυτά. Θα δει επίσης το χρώμα των κακώσεων αν συνάδει με το χρόνο του αναφερόμενου συμβάντος. Ο ιατροδικαστής θα δει πράγματα πάνω στο σώμα που άλλες ιατρικές ειδικότητες δεν θα τα εντοπίσουν. Οι ιατροδικαστές θα γράψουν μια έκθεση, ένα ιατρονομικό έγγραφο το οποίο είναι τελείως διαφορετικό από μια χειρουργική ή παθολογική γνωμάτευση. Έχει πολλές αποχρώσεις της νομικής επιστήμης διότι οι ιατροδικαστές είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην ιατρική και στη νομική. Μιλάνε τη γλώσσα των νομικών ώστε να κατανοήσουν σε βάθος για το τι έχει συμβεί».
Η καθηγήτρια ιατροδικαστικής έκανε λόγο για την εκπαίδευση των νέων γιατρών οι οποίοι διδάσκονται πλέον και την ενσυναίσθηση ως μάθημα στην ιατρική σχολή του ΑΠΘ και «μπορώ να σας υποσχεθώ ότι οι νέες γενιές γιατρών θα είναι πολύ πιο ανθεκτικές με γνώσεις ψυχολογίας κ.λπ. αλλά και με περισσότερες δυνατότητες να ελίσσονται όταν θα τους τυχαίνουν τέτοια βίαια περιστατικά, διότι θα έχουν εκπαιδευτεί σχετικά». Κατέληξε ότι τα θύματα βίας θα πρέπει να καταγγέλλουν τα περιστατικά για να έχουν στη φαρέτρα τους ιατροδικαστική έκθεση και θετική έκβαση της δίκης τους. Η άποψη της δε είναι ότι «οι δράστες είναι θρασύδειλοι και αν βρεθούν αντιμέτωποι με τις νομικές επιπτώσεις των πράξεων τους ενδέχεται να σταματήσουν».
Δ. Δανιήλ: Σε άλλες χώρες της ΕΕ είναι ιδιώνυμο αδίκημα η βία κατά των γιατρών
Ο κ. Δανιήλ μίλησε για όσα περιστατικά βίας έχει κληθεί να αντιμετωπίσει με την ιδιότητα του ψυχιάτρου στο Γ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ επισημαίνοντας ότι «ο αστυνομικός που έρχεται σε ένα νοσοκομειακό περιβάλλον θεωρεί το θύμα και τον θύτη ως… ισοδύναμους. Δηλαδή αν ο λειτουργός της υγείας ύστερα από την επίθεση καταθέσει μήνυση κάτι ανάλογο θα κάνει και ο δράστης γεγονός που οδηγεί στην απόσυρση και των δύο μηνύσεων με την αστυνομία να ζητάει να τα βρουν οι δύο πλευρές. Υπάρχουν δε περιπτώσεις που συνάδελφοι… εγκατέλειψαν τα πόστα τους και τους ασθενείς τους λόγω μηνύσεων και αυτοφώρου διαδικασίας. Δεν γίνεται κάθε νοσοκομείο και κάθε εφημερία να έχει έναν ιατροδικαστή. Θα πρέπει να δοθεί σημασία στα σημάδια π.χ. από τη στάση του σώματος μπορεί κάποιος να αντιληφθεί την ένταση ενός ασθενούς ή συνοδού και να συμπεράνει την κλιμάκωση μιας επίθεσης», δηλαδή «έναν άνθρωπο που ψάχνεται και θα μπορούσε να γίνει βίαιος» όπως είπε ο κ Δανιήλ και συνήθως είναι συνοδός ασθενών με μικρότερα προβλήματα υγείας και ζητούν να εξυπηρετηθούν άμεσα. «Δεν μπορούν ή δεν θέλουν να καταλάβουν ότι στα νοσοκομεία υπάρχει μια προτεραιότητα ανάλογα με τη βαρύτητα του περιστατικού άρα η σειρά είναι κάτι εύπλαστο…» Στις περιπτώσεις όπου ασθενείς ή συνοδοί εισβάλλουν στο ζωτικό χώρο των εργαζομένων στα νοσοκομεία, με σκοπό να επιβληθούν υπάρχει η δυνατότητα αποκλιμάκωσης είπε ο ψυχίατρος προσθέτοντας ότι «…μπορούμε να μιλήσουμε απλά και ανθρώπινα ότι καταλαβαίνουμε ότι έχετε τον πόνο σας, δυστυχώς αυτή είναι η κατάσταση, αυτοί είμαστε οι γιατροί που αντιμετωπίζουμε εκατοντάδες περιστατικά σε κάθε εφημερία, κάνουμε ό,τι μπορούμε…»
Οι επιθέσεις γίνονται σε βάρος του συστήματος υγείας
Ο επικουρικός ιατρός στη Ψυχιατρική Κλινική Γ.Ν.Θ «Γ. Παπανικολάου» συμβούλεψε τους συναδέλφους τους να κάνουν επαφή με τα συναισθήματα του επιτιθεμένου και να τον ρωτούν ευθέως «τι έγινε, γιατί έχεις θυμώσει;» ώστε να εκτονωθεί η κατάσταση χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα υποκύψεις σε παράλογα αιτήματα. Σε κάθε περίπτωση όταν είμαστε στη δουλειά μας οφείλουμε να ξεχνάμε κι εμείς οι γιατροί τα προβλήματα μας και να σκεπτόμαστε τα προβλήματα των ασθενών. Οι δε όποιες επιθέσεις, καλό θα είναι να θυμόμαστε, ότι γίνονται σε βάρος του συστήματος υγείας και όχι των γιατρών που επιτελούν σε δύσκολες συνθήκες και σε συνεχόμενα 48ωρα το καθήκον τους». Ο γιατρός κατέθεσε επίσης την εμπειρία του από νοσοκομείο της Δανίας όπου εργάστηκε επί ενάμιση χρόνο επισημαίνοντας ότι υπήρχε μια συσκευή πανικού σε κάθε δωμάτιο η οποία σε περιπτώσεις βίας ηχούσε συναγερμό σε όλο το νοσοκομείο και οφείλαμε όλοι οι γιατροί να συντρέξουμε προς βοήθεια και μαρτυρία της επίθεσης. Στη χώρα αυτή αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η επίθεση σε λειτουργό της υγείας είναι ιδιώνυμο αδίκημα και αυτομάτως ο δράστης οδηγείται στη φυλακή, χωρίς μηνύσεις κ.λπ.» Κατέληξε δε ότι θα πρέπει από παιδιά να μάθουμε να διεκδικούμε με διάλογο και όχι με «τσαμπουκάδες» παντός είδους. Αν περιθωριοποιούνται συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες τότε αυτές θα απαντήσουν με βία, λεκτική ή σωματική και το φαινόμενο θα συνεχιστεί και θα ενταθεί με απρόβλεπτες συνέπειες
Β. Νταφούλης: Σπάνια έχουμε αιφνίδιο περιστατικό βίας. Συνήθως κλιμακώνονται σταδιακά
Ο κ. Νταφούλης από την πλευρά του τόνισε ότι στα νοσοκομεία και ειδικά στα ΤΕΠ εξ ορισμού υπάρχει αυξημένη ένταση. Υπηρετείται το μείζον αγαθό, η υγεία. Όσοι προσέρχονται είναι κοινωνικοί ή αντικοινωνικοί, έχουν τα ελαττώματα τους, την προσωπικότητα τους και αντιπροσωπεύουν όλους τους χαρακτήρες που συναντάμε στην καθημερινότητα μας. Αυτό σημαίνει ότι δεν αντιδρούν όλοι με τον ίδιο τρόπο πχ στην πολύωρη αναμονή. «Σπάνια ωστόσο έχουμε ένα αιφνίδιο περιστατικό βίας. Κλιμακώνεται αργά και σταθερά, ξεκινώντας με λεκτική επίθεση, και καταλήγει σε σωματική» Συνεπώς μπορεί να «διαγνωστεί» εγκαίρως και να αποφευχθεί η κορύφωση του.
Ο παιδοψυχίατρος και Διευθυντής της Παιδοψυχιατρικής Κλινικής του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης ανέδειξε τη λεκτική βία που δεν τεκμαίρεται όπως είπε κυρίως στα παιδιά κάτι για το οποίο σήμερα δίνουμε μεγάλη προσοχή διότι είναι από τις χειρότερες μορφές βίας (πέρα από τη σεξουαλική). Να μην ξεχνάμε δε ότι τα νοσοκομεία είναι άσυλα, είναι χώροι περίθαλψης, δεν είναι χώροι επίλυσης διαφορών» Ο κ. Νταφούλης συνέστησε στους εμπλεκόμενους ενός διαπληκτισμού να ζητήσουν βοήθεια και να θυμούνται ότι όσα δεν θέλουμε να μας κάνουν οι άλλοι, να μην τα κάνουμε κι εμείς στους άλλους…
Διαβάστε επίσης
Ozempic: Χιλιάδες συσκευασίες σε φαρμακαποθήκες, γιατί δεν τις αποδεσμεύει ο ΕΟΦ