Οι άνθρωποι που κάνουν διατροφή πλούσια σε λιπαρά γαλακτοκομικών προϊόντων, έχουν μειωμένο και όχι αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, σε σχέση με όσους καταναλώνουν λίγα λίπη από τέτοιες τροφές, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική μελέτη.
Η «αιρετική» έρευνα έρχεται να προστεθεί σε άλλες πρόσφατες που δεν έχουν βρει συσχέτιση ανάμεσα στην κατανάλωση γαλακτοκομικών και στον καρδιαγγειακό κίνδυνο, παρόλο που η κυρίαρχη άποψη είναι ότι όλα τα λίπη «ενοχοποιούνται» λίγο-πολύ, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ Μάτι Μάρκλουντ της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης και του αυστραλιανού Ινστιτούτου Παγκόσμιας Υγείας George, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «PLoS Medicine», εκτιμούν ότι πρέπει πλέον να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην προέλευση των λιπαρών, καθώς το είδος τους είναι σημαντικότερο από την ποσότητα. Με βάση αυτό το σκεπτικό, μπορεί κάποιος να τρώει γαλακτοκομικά με πλήρη λιπαρά χωρίς…ενοχές.
Η νέα μελέτη βρήκε ότι, άσχετα με την ηλικία, τον τρόπο ζωής και τις διατροφικές συνήθειες, οι άνθρωποι που είχαν στο αίμα τους τα υψηλότερα επίπεδα λιπαρών οξέων προερχόμενων από γαλακτοκομικά, είχαν την μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσουν καρδιαγγειακή νόσο. Επίσης, η αυξημένη κατανάλωση λιπών από γαλακτοκομικά δεν συνδεόταν με αυξημένο κίνδυνο θανάτου.
Η κατανάλωση γαλακτοκομικών βρίσκεται σε ανοδική φάση διεθνώς, από το γάλα και τα παγωτά έως τα τυριά και τα γιαούρτια. Συχνά οι συμβουλές των γιατρών είναι να προτιμώνται τα γαλακτοκομικά με χαμηλά λιπαρά (0% ή 2%), όμως σταδιακά διαγράφεται μια τάση να δίνεται έμφαση πλέον στο ότι ακόμη και τα γαλακτοκομικά με πλήρη λιπαρά μπορούν να αποτελέσουν τμήμα μιας υγιεινής διατροφής, σύμφωνα με τον Μάρκλουντ. Όπως είπε, πιο σωστό είναι να επιλέγει κανείς τι τρώει, προτιμώντας π.χ. το γιαούρτι (ιδίως χωρίς έξτρα γεύσεις) και αποφεύγοντας το βούτυρο και τα γαλακτοκομικά με πρόσθετη ζάχαρη ή αλάτι.
Η νέα έρευνα ανέλυσε στοιχεία για 4.150 άτομα με μέση ηλικία 60 ετών στη Σουηδία (χώρα με παραδοσιακά υψηλά επίπεδα κατανάλωσης γαλακτοκομικών), αναλύοντας τη σχέση της διατροφής με τον κίνδυνο εμφραγμάτων, εγκεφαλικών κ.α. σε βάθος 16 ετών.
Στη συνέχεια συνδύασε αυτά τα σουηδικά ευρήματα με εκείνα 17 άλλων μελετών από άλλες χώρες (μετα-ανάλυση).
Η τελική «ετυμηγορία» ήταν ότι οι άνθρωποι με τα υψηλότερα επίπεδα λιπαρών οξέων από γαλακτοκομικά στο σώμα τους, είχαν κατά μέσο όρο 25% μικρότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο, σε σχέση με όσους είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα. Σε άλλες χώρες παρατηρήθηκε μια ανάλογη σχέση, π.χ. στις ΗΠΑ ο καρδιαγγειακός κίνδυνος ήταν 12% μικρότερος.
«Είναι σημαντικό να θυμάται κανείς ότι μολονότι τα γαλακτοκομικά μπορεί να είναι πλούσια σε κορεσμένα λιπαρά, μπορεί επίσης να είναι πλούσια σε πολλές άλλες θρεπτικές ουσίες και έτσι μπορούν να αποτελούν μέρος μια υγιεινής διατροφής.
Αυξάνονται οι ενδείξεις πως η επίπτωση των γαλακτοκομικών στην υγεία μπορεί να εξαρτάται περισσότερο από τον τύπο – π.χ. γάλα, τυρί, γιαούρτι, βούτυρο κ.α. – παρά από το περιεχόμενο τους σε λιπαρά. Όταν επιλέγουμε γαλακτοκομικά για να αγοράσουμε, είναι λιγότερο σημαντικό το αν θα πάρουμε εκείνα με τα χαμηλά λιπαρά», ανέφερε η ερευνήτρια δρ Kathy Trieu.
Μια μεγάλη «αιρετική» έρευνα του 2018 σε 21 χώρες είχε επίσης καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση γαλακτοκομικών μπορεί να μειώσει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Διαβάστε επίσης
Σακχαρώδης διαβήτης και καρδιά: Μια ιδιαίτερη σχέση
Με τεστ κορονοϊού στα οδοντιατρεία – Διευκρινίσεις από το υπουργείο Υγείας