Η λοίμωξη COVID-19 σε οποιαδήποτε φάση της εγκυμοσύνης αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου της μητέρας, ενώ σχετίζεται επίσης με αυξημένη πιθανότητα σοβαρής νόσου όπως η πνευμονία και εισαγωγής σε ΜΕΘ τόσο της ίδιας όσο και του νεογέννητου, δείχνει μια νέα διεθνής επιστημονική έρευνα, η πιο ολοκληρωμένη του είδους της μέχρι σήμερα. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι σημαντικό οι έγκυες να εμβολιάζονται κατά του κορονοϊού, ξεπερνώντας τους όποιους αδικαιολόγητους ενδοιασμούς τους σχετικά με την ασφάλεια του εμβολίου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια Έμιλι Σμιθ της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσιγκτον, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «BMJ Global Health«, ανέλυσαν στοιχεία από 12 μελέτες που αφορούσαν συνολικά 13.136 έγκυες σε 12 χώρες του κόσμου.
Τι έδειξε η μελέτη
«Η μελέτη παρέχει τα πιο εμπεριστατωμένα στοιχεία μέχρι σήμερα που δείχνουν ότι η COVID-19 συνιστά απειλή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τα ευρήματα μας αναδεικνύουν τη σημασία του εμβολιασμού κατά της Covid-19 για όλες τις γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία», επεσήμανε η δρ Σμιθ. Τόνισε ότι δυστυχώς, χωρίς βάσιμη αιτία, ακόμη και μερικοί γιατροί διστάζουν να χορηγήσουν το εμβόλιο στις έγκυες.
Η ανάλυση έδειξε ότι οι έγκυες που μολύνονται από τον κορονοϊό, έχουν επτά φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να πεθάνουν σε σχέση με όσες δεν έχουν λοίμωξη COVID-19 . Επίσης οι πρώτες είναι σχεδόν τέσσερις φορές πιθανότερο να χρειαστούν εισαγωγή σε μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) και 15 φορές πιθανότερο να έχουν ανάγκη διασωλήνωσης. Ακόμη έχουν 23 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να διαγνωσθούν με πνευμονία και είναι πέντε φορές πιθανότερο να εμφανίσουν σοβαρές θρομβώσεις στο αίμα.
Τι γίνεται με τα μωρά
Τα μωρά που γεννιούνται από γυναίκες με COVID-19 , έχουν σχεδόν διπλάσια πιθανότητα να χρειαστούν εισαγωγή σε μονάδα φροντίδας νεογνών, σχεδόν τριπλάσια να γεννηθούν πρόωρα (πριν την 34η εβδομάδα) και 19% μεγαλύτερη πιθανότητα να γεννηθούν λιποβαρή, σε σχέση με τα μωρά των γυναικών που δεν είχαν μολυνθεί από κορονοϊό κατά την εγκυμοσύνη τους.
Από την άλλη, αντίθετα με τα ευρήματα προηγούμενων μελετών, δεν βρέθηκε συσχέτιση ανάμεσα στη λοίμωξη Covid-19 κατά την κύηση και στη θνησιγένεια του μωρού.
Άλλες λοιμώξεις που επηρεάζουν την εγκυμοσύνη
Άλλες λοιμώξεις που μπορούν να επηρεάσουν την υγεία της εγκύου, την εγκυμοσύνη και το μωρό μετά τον τοκετό περιλαμβάνουν (αλλά δεν περιορίζονται σε):
Βακτηριακή κολπίτιδα
Είναι η πιο κοινή κολπική λοίμωξη σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Αυξάνει τον κίνδυνο προσβολής σεξουαλικά μεταδιδόμενων λοιμώξεων (ΣΜΝ) και μπορεί να παίζει ρόλο στον πρόωρο τοκετό. Η κατάσταση προκύπτει από μια αλλαγή στην ισορροπία των βακτηρίων που ζουν φυσιολογικά στον κόλπο. Η σεξουαλική επαφή χωρίς προστασία μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο βακτηριακής κολπίτιδας. Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) συνιστούν στις έγκυες γυναίκες να υποβάλλονται σε εξέταση για βακτηριακή κολπίτιδα εάν έχουν συμπτώματα και να λαμβάνουν θεραπεία εάν είναι απαραίτητο.
Λοίμωξη από χλαμύδια
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο πρόωρου τοκετού και τις επιπλοκές του. Εάν η λοίμωξη είναι παρούσα και δεν αντιμετωπιστεί κατά τη στιγμή του τοκετού, μπορεί να οδηγήσει σε οφθαλμικές λοιμώξεις ή πνευμονία στο βρέφος. Στα περισσότερα νοσοκομεία, τα μάτια των μωρών φροντίζονται με αντιβιοτική αλοιφή λίγο μετά τη γέννηση. Η αλοιφή μπορεί να αποτρέψει την τύφλωση από την έκθεση σε βακτήρια από χλαμύδια κατά τον τοκετό σε περίπτωση που η έγκυος είχε μια μη ανιχνευμένη λοίμωξη.
Κυτταρομεγαλοϊός (CMV)
Είναι ένας κοινός ιός που υπάρχει σε πολλά σωματικά υγρά και μπορεί να μεταδοθεί μέσω στενής προσωπικής επαφής, όπως το φιλί ή η κοινή χρήση σκευών φαγητού, καθώς και η σεξουαλική επαφή. Ο ιός συνήθως δεν προκαλεί προβλήματα υγείας, αλλά μόλις βρεθεί στο σώμα ενός ατόμου, μένει εκεί για μια ζωή και μπορεί να επανενεργοποιηθεί σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Μια έγκυος μπορεί να μην γνωρίζει καν ότι έχει τη μόλυνση και μπορεί να μεταδώσει τον ιό στο έμβρυό της, προκαλώντας συγγενή λοίμωξη από CMV. Τα περισσότερα βρέφη με συγγενή λοίμωξη από CMV δεν παρουσιάζουν ποτέ σημεία ή προβλήματα υγείας. Ωστόσο, ορισμένα βρέφη έχουν προβλήματα υγείας όπως απώλεια ακοής ή όρασης, επιληπτικές κρίσεις ή διανοητικές αναπηρίες που είναι εμφανείς κατά τη γέννηση ή που αναπτύσσονται αργότερα κατά τη βρεφική ή παιδική ηλικία. Επί του παρόντος, δεν συνιστάται έλεγχος ρουτίνας για CMV κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι ερευνητές εργάζονται πάνω σε θεραπείες για τον CMV και εμβόλια για να προσπαθήσουν να αποτρέψουν νέες λοιμώξεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και να μειώσουν τον κίνδυνο μετάδοσης στο βρέφος. Η συγγενής λοίμωξη από CMV μπορεί να διαγνωστεί με εξέταση του σάλιου, των ούρων ή του αίματος ενός νεογέννητου. Η θεραπεία με αντιιικά φάρμακα μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο προβλημάτων υγείας και απώλειας ακοής σε ορισμένα μολυσμένα βρέφη.