Περισσότερα από 20 χρόνια πριν, ερευνητές στο Ισραήλ άρχισαν να μελετούν τον αντίκτυπο που έχει στα νεογνά ο χρόνος της σωματικής επαφής με τη μητέρα τους.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν περίπου 100 βρέφη, που γεννήθηκαν από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1990, για δύο δεκαετίες.
Τώρα, τα πιο πρόσφατα αποτελέσματά τους – βασισμένα σε σχεδόν 100 νεαρούς ενήλικες – δείχνουν ότι η σωματική επαφή με τη μητέρα τους, με την αγκαλιά, όλα αυτά τα χρόνια είχε μετρήσιμο αντίκτυπο στη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα τους και κυρίως στην ικανότητα να έχουν ενσυναίσθηση και να ταυτίζονται συναισθηματικά με άλλους.
«Αυτό που έκανε η αγκαλιά της μητέρας ήταν να δημιουργηθεί ένας μεγαλύτερος συντονισμός της μητέρας και του παιδιού κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους. Αυτός ο συγχρονισμός με τη σειρά του ευαισθητοποίησε τον εγκέφαλο των παιδιών ώστε να μπορούν να καταλαβαίνουν τα συναισθήματα των άλλων”, είπε η συγγραφέας της μελέτης Ruth Feldman, καθηγήτρια στο διεπιστημονικό κέντρο Herzliya στο Ισραήλ και συνεργάτης στο Yale Child Study Center.
Η μελέτη περιελάμβανε τρεις κατηγορίες μωρών: υγιή βρέφη που μπορούσαν εύκολα να έρθουν σε επαφή με τις μητέρες τους, βρέφη που χρειάστηκε να μείνουν σε θερμοκοιτίδα για τουλάχιστον δύο εβδομάδες και δεν μπορούσαν να έχουν φυσική επαφή με τις μητέρες τους και βρέφη των οποίων οι μητέρες τα είχαν αγκαλιά αλλά σε επαφή με το δέρμα, για τουλάχιστον μία ώρα την ημέρα για 14 συνεχόμενες ημέρες.
Αυτή η τρίτη ομάδα μωρών είχε περιορισμένη φυσική επαφή με τις μητέρες τους κατά τη διάρκεια της μελέτης, αλλά είχαν ως πλεονέκτημα τη δερματική επαφή και τη ζεστασιά της μητέρας τους, δήλωσε η Feldman.
«Πιστεύαμε ότι η απευθείας επαφή με το σώμα της μητέρας θα ήταν επωφελής για τα παιδιά», είπε ο Φέλντμαν.
Οι ερευνητές έκαναν περιοδικά έλεγχο στις οικογένειές αξιολογώντας τις αλληλεπιδράσεις παιδιών – μητέρας και τον «κοινωνικό συγχρονισμό μητέρας-παιδιού».
Με την πάροδο του χρόνου, οι μητέρες και τα παιδιά δημιούργησαν πιο περίπλοκες ικανότητες για να δουν την πλευρά ο ένας του άλλου και επιτρέποντας στο άτομο να έχει τη γνώμη του, είπε η Feldman. «Βλέπετε αλληλεπιδράσεις σε μητέρες και παιδιά που είναι θετικές και αμοιβαίες, όταν π.χ. κάθονται και οι δύο στον καναπέ και γελούν μαζί», σημείωσε.
Στην αρχή της ενηλικίωσης, αξιολόγησαν τους εγκεφάλους των παιδιών.
“Αυτό που μελετήσαμε ήταν η ικανότητα του εγκεφάλου να αντιλαμβάνεται τα διαφορετικά συναισθήματα των άλλων, να συμπάσχει με τη θλίψη και την ταλαιπωρία του άλλου ατόμου, αλλά και να χαίρεται με τη χαρά ενός άλλου ατόμου”, δήλωσε ο Feldman.
Οι περιοχές του εγκεφάλου που ευαισθητοποιήθηκαν κυρίως ήταν η αμυγδαλή και ο νησιωτικός φλοιός. Η Feldman περιέγραψε την αμυγδαλή ως κέντρο μη συνειδητής ταυτοποίησης των συναισθημάτων και το νησιωτικό φλοιό ως περιοχή που συνδέεται με το συναίσθημα και τη ρύθμιση της ομοιοστασίας του σώματος.
“Αυτές οι δύο περιοχές ευαισθητοποιήθηκαν από τον ισόβιο συγχρονισμό για να λειτουργούν καλύτερα, για να είναι καλύτερα σε θέση να έχουν ενσυναίσθηση με άλλους”, δήλωσε η Feldman.
Ο Δρ Michael Yogman, παιδίατρος στο Cambridge Health Alliance στη Μασαχουσέτη, και πρώην πρόεδρος της επιτροπής Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής αποκάλεσε την έρευνα «πρωτοποριακή».
Η επαφή του μωρού με τη μητέρα ακόμα και όταν η δερματική επαφή δεν είναι απευθείας συγχρονίζει τους βιορυθμούς, τους κιρκάδιους ρυθμούς, τις ορμονικές αλλαγές, δήλωσε ο Yogman.
Αυτό φάνηκε και στα βρέφη που δεν είχαν σωματική επαφή τις 2 πρώτες εβδομάδες της ζωής τους επειδή ήταν στη θερμοκοιτίδα, αλλά αμέσως μετά δέχθηκαν την αγάπη και τη στοργή της μαμάς τους, σημείωσε.
Αν και η μελέτη δεν επικεντρώθηκε στον αντίστοιχο συγχρονισμό των πατέρων με τα παιδιά, ο Γιόγκμαν είπε ότι πιστεύει ότι όταν οι πατέρες ασχολούνται με τα παιδιά τους και τα αγκαλιάζουν, ο αντίκτυπος μπορεί να είναι αρκετά παρόμοιος.
“Κάθε αγάπη και σταθερή σχέση στη ζωή του παιδιού είναι σημαντική”, δήλωσε η Feldman.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό PNAS.
Πηγή: medicalxpress.com