Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν τα αποτελέσματα μελέτης ερευνητών του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Μονάχου (TUM). Σύμφωνα με αυτά σχεδόν το 33% των ατόμων με καρδιακές παθήσεις υποφέρουν από διαταραχές ύπνου. Αυτό συμβαίνει επειδή οι καρδιακές παθήσεις επηρεάζουν την παραγωγή της μελατονίνη στην επίφυση, τη μικροσκοπική δομή του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνη για την παραγωγή της ορμόνης του ύπνου. Ο σύνδεσμος μεταξύ των δύο οργάνων είναι ένα γάγγλιο στην περιοχή του λαιμού.
Ο άγνωστος μέχρι σήμερα ρόλος των γαγγλίων
Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε ποντίκια και ανθρώπινους ιστούς, καταδεικνύει έναν άγνωστο μέχρι σήμερα ρόλο των γαγγλίων και υποδεικνύει πιθανές θεραπείες. Σύμφωνα με την έρευνα, που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη (20/7) στο περιοδικό «Science», οι καρδιακές παθήσεις μπορεί να απορρυθμίσουν την παραγωγή της μελατονίνης εξαιτίας μιας βλάβης σε μια ομάδα νεύρων που συνδέονται και στα δύο όργανα – το άνω αυχενικό γάγγλιο (SCG).
Τα νεύρα αυτά, που βρίσκονται στο λαιμό, αποτελούν μέρος του αυτόνομου νευρικού συστήματος, το οποίο ρυθμίζει τις ακούσιες διεργασίες στο σώμα, όπως η αναπνοή και ο καρδιακός ρυθμός. Επειδή τα νεύρα που προέρχονται από το SCG συνδέονται τόσο με την καρδιά όσο και με την επίφυση, τα προβλήματα με την καρδιά θα μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί ο παραγωγός μελατονίνης του σώματος απορρυθμίζεται.
Η έρευνα είναι «σημαντική και επίκαιρη», δήλωσε στο Live Science η Μπρουκ Άγκαργουολ, επίκουρη καθηγήτρια ιατρικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη. Η επιστήμονας πρόσθεσε ότι η μελέτη αποκαλύπτει έναν νέο μηχανισμό που ενδεχομένως εξηγεί γιατί τα άτομα με καρδιακές παθήσεις είναι πιο επιρρεπή σε διαταραχές ύπνου. Τόνισε ωστόσο ότι πρέπει να διεξαχθούν περαιτέρω μελέτες, καθώς και κλινικές δοκιμές τυχόν πιθανών θεραπειών.
Το γεγονός ότι τα επίπεδα μελατονίνης μειώνονται σε ασθενείς με παθήσεις του καρδιακού μυός, για παράδειγμα μετά από καρδιακή προσβολή, είναι γνωστό εδώ και αρκετό καιρό. Τα προβλήματα ύπνου είναι μια συχνή παρενέργεια της καρδιακής νόσου – για παράδειγμα, έως και το 73% των ατόμων με καρδιακή ανεπάρκεια εμφανίζουν συμπτώματα αϋπνίας. Αυτό, εκτιμούν οι επιστήμονες, είναι ένα ακόμη παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο μια καρδιακή πάθηση επιδρά συστηματικά σε ολόκληρο το σώμα.
Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα ανθρώπινου εγκεφαλικού ιστού από θανόντες με καρδιακή νόσο και από υγιή άτομα. Αυτή η μεταθανάτια ανάλυση αποκάλυψε μειωμένο αριθμό νευρικών ινών ή αξόνων στο SCG των ανθρώπων που είχαν καρδιακή νόσο σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου που ήταν «καρδιολογικά υγιής». Το SCG των ατόμων με καρδιακή νόσο έφερε ουλές και είχε διογκωθεί.
Τι έδειξαν τα πειράματα
Σε πειράματα σε ποντίκια, η ομάδα διαπίστωσε ότι τα ανοσοποιητικά κύτταρα που ονομάζονται μακροφάγα, τα οποία καταβροχθίζουν άρρωστα και κατεστραμμένα κύτταρα, ήταν παρόντα στα αυχενικά γάγγλια ποντικιών με καρδιακή νόσο και τα νεύρα των τρωκτικών παρουσίασαν σημάδια φλεγμονής και ουλές. Τα ποντίκια είχαν επίσης λιγότερους άξονες στην επίφυση και λιγότερη μελατονίνη στο αίμα τους σε σχέση με τα υγιή ποντίκια. Οι κιρκάδιοι ρυθμοί των τρωκτικών – οι εσωτερικές διεργασίες που ρυθμίζουν τον τρόπο με τον οποίο το σώμα ανταποκρίνεται στη μέρα και τη νύχτα – επίσης διαταράχθηκαν.
Όταν οι επιστήμονες χορήγησαν μελατονίνη στα ποντίκια, διαπίστωσαν ότι αντιστράφηκε πλήρως αυτή η διαταραχή. Επιπλέον, όταν χορήγησαν φάρμακα για την καταστροφή των μακροφάγων, τα επίπεδα μελατονίνης τους αποκαταστάθηκαν.
Ωστόσο, το δείγμα είναι πολύ μικρό και απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να αποκαλυφθούν οι μηχανισμοί που επηρεάζουν τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος στο SCG, σημειώνουν οι ερευνητές στην εργασία τους. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τη μελέτη των νευρικών κυττάρων που συνδέουν την καρδιά και τον νωτιαίο μυελό, καθώς και των αγγελιοφόρων πρωτεϊνών που ονομάζονται κυτταροκίνες και οι οποίες ενεργοποιούν τα μακροφάγα.
Η ομάδα πιστεύει ότι η μελέτη της μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων για την αντιμετώπιση των διαταραχών του ύπνου που προκαλούνται από καρδιακές παθήσεις.