Η διαβητική καρδιοπάθεια είναι από τα σημαντικότερα υγειονομικά προβλήματα στις δυτικού τύπου κοινωνίες. Κατά το τελευταίο ήμισυ του προηγούμενου αιώνα παρατηρήθηκε δραματική αύξηση του επιπολασμού της παχυσαρκίας, της ινσουλινοαντίστασης και του έκδηλου διαβήτη, που οδήγησε σε αύξηση της στεφανιαίας νόσου και της καρδιακής ανεπάρκειας.
Το ποσοστό των διαβητικών ασθενών, που καταλήγουν από καρδιαγγειακά συμβάμματα, ξεπερνά το 70%. Οι διαβητικοί άνδρες εμφανίζουν κατά 3 φορές μεγαλύτερη θνησιμότητα από καρδιαγγειακή νόσο έναντι των μη διαβητικών, ενώ το ποσοστό για τις γυναίκες είναι ακόμη μεγαλύτερο.
Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι, λοιπόν, μία μεταβολική κατάσταση, που ισοδυναμεί με ένα σύνολο πρώιμων καρδιαγγειακών επιπλοκών με κοινό παρανομαστή τη χρόνια υπεργλυκαιμία. Δεν είναι μόνο όμως η αυξημένη γλυκόζη αίματος το πρόβλημα. Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι μία χρόνια νόσος που προξενεί υπερινσουλιναιμία και ινσουλινοαντοχή, που συχνά παραμένει αδιάγνωστη για αρκετά χρόνια μέχρι την εμφάνιση των επιπλοκών της.
Παραδόξως πολλές μελέτες και μετα-αναλύσεις έχουν αποτύχει να αποδείξουν βελτίωση του καρδιαγγειακού κινδύνου με εντατικοποίηση του γλυκαιμικού ελέγχου. Παράδειγμα αποτελούν οι μελέτες ADVANCE και ACCORD, που προκάλεσαν προβληματισμό δείχνοντας ότι στους ασθενείς υψηλού κινδύνου ο αυστηρός στόχος, όσον αφορά στην γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c), μπορεί να αυξήσει τη θνησιμότητα λόγω αυξημένης επίπτωσης σοβαρών υπογλυκαιμιών χωρίς την βελτίωση της μακροαγγειοπάθειας.
Έλεγχος όλων των παραγόντων κινδύνου
Άρα δεν έχει μόνο σημασία ο γλυκαιμικός έλεγχος (που οι περισσότεροι ασθενείς πιστεύουν) όσον αφορά στη μακροαγγειοπάθεια και στην μικροαγγειοπάθεια, αλλά θα πρέπει να επικεντρωθούμε περισσότερο στην αντιμετώπιση όλων των υπολοίπων παραγόντων κινδύνου. Δηλαδή εντατική ρύθμιση του σακχάρου, παράλληλα με την εντατική ρύθμιση της αρτηριακής υπέρτασης, των επιπέδων χοληστερίνης του αίματος, καθώς και διακοπή του καπνίσματος.
Τελευταία φάνηκε ότι πολύ σημαντικό ρόλο στην επιβίωση των ασθενών παίζει μια συγκεκριμένη ομάδα αντιδιαβητικών φαρμάκων, ανεξάρτητα από την καλή ρύθμιση της γλυκόζης αίματος. Τα πρώτα αντιδιαβητικά φάρμακα, λοιπόν, που μειώνουν την καρδιαγγειακή θνητότητα σε διαβητικούς τύπου 2, αλλά και σε μη διαβητικούς ασθενείς, που παρουσιάζουν αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, είναι η εμπαγλιφλοζίνη και η νταπαγλιφλοζίνη.
Αυτή η κατηγορία φαρμάκων δρα αναστέλλοντας τη δράση της πρωτεΐνης SGLT-2 στα νεφρά, προκαλώντας, έτσι, την αποβολή σακχάρου από το αίμα στα ούρα. Στις μελέτες των συγκεκριμένων φαρμάκων μειώθηκε κατά περίπου 30% η ολική θνητότητα και κατά 35% η καρδιαγγειακή θνητότητα
Τα αποτελέσματα θεωρούνται επαναστατικά, γιατί δείχνουν ότι πέρα από την μείωση του σακχάρου και της Hb A1c, έχει σημασία και το φάρμακο που τα μειώνει.
Συμπερασματικά η αρχική προσέγγιση και αντιμετώπιση της διαβητικής καρδιοπάθειας πρέπει πάντα να περιλαμβάνει οδηγίες για δίαιτα-απώλεια βάρους και άσκηση. Η διακοπή του καπνίσματος είναι απαραίτητη. Όσον αφορά στη φαρμακευτική παρέμβαση και λαμβάνοντας υπόψη την προοδευτική φύση της νόσου και την αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα της πρόωρης εντατικής θεραπείας, οι τρέχουσες στρατηγικές θεραπείας σήμερα επαναξιολογούνται.
Συνολικά, το είδος της θεραπείας και η συνολική πολυπαραγοντική αντιμετώπιση των ασθενών θα πρέπει να εξατομικεύεται και να εκτιμώνται τα οφέλη σε σχέση με τις παρενέργειες αυτής.
Ηλίας Μ. Τσούγκος Καρδιολόγος MD, PhD, Διευθυντής ΣΤ’ Καρδιολογικής Κλινικής, ΥΓΕΙΑ
Διαβάστε επίσης
Ανοίγει ο δρόμος για τη θεραπεία με μονοκλωνικά αντισώματα στην Ευρώπη