Στο «τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας σε σχέση με τα συστήματα Υγείας» αναφέρεται ο υπουργός Υγείας Βασιλης Κικίλιας, σε άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής. Όπως υπογραμμίζει, «το πλεονέκτημα είναι ότι οι άνθρωποί μας μπορούν το αδύνατο ακόμη και σε κρίσεις Δημόσιας Υγείας. Σε συνθήκες πίεσης και κινδύνου εργάζονται νυχθημερόν αγόγγυστα και συνεργάζονται με επιτυχία, από την κορυφή της πυραμίδας ως τη βάση»,
Όλο το άρθρο του υπουργού Υγείας:
«Τα ευρήματα μιας ακόμη έρευνας κοινής γνώμης σε σχέση με την πανδημία καταδεικνύουν ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας συνιστά πυλώνα στήριξης της κοινωνίας και θεσμό τον οποίο εμπιστεύονται 2 στους 3 πολίτες.
Ένα χρόνο μετά την εκδήλωση της μεγαλύτερης ιστορικά κρίσης Δημόσιας Υγείας που αντιμετώπισε η χώρα μας, όπως και άλλες χώρες του πλανήτη, εν μέσω του τρίτου και χειρότερου κύματος της COVID-19, η εμπιστοσύνη των πολιτών έρχεται σαν επιστέγασμα μιας τεράστιας προσπάθειας που συνεχίζεται και εντείνεται.
Μιας προσπάθειας που έχει σύνθετα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά και εκτείνεται σε πολλά επίπεδα: από τις οδηγίες προφύλαξης έως τον εμβολιασμό κι από το testing έως τη νοσηλεία.
Ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας, το οποίο είχε χρόνιες δομικές αδυναμίες και ορατές παθογένειες, το οποίο «έχασε» δέκα χρόνια πιθανής μετεξέλιξης και αναβάθμισης λόγω της σφοδρής οικονομικής κρίσης, το οποίο συγκρινόμενο με τα ευρωπαϊκά υστερούσε δραματικά, αυτό το σύστημα στη διαχείριση της κρίσης διέψευσε κάθε πρόβλεψη!
Και η εξήγηση της διάψευσης είναι πολυπαραγοντική: Σωστή αρχική εκτίμηση των κινδύνων και των δυνάμεων του συστήματος, δημιουργία επιστημονικών συμβουλευτικών ομάδων, επιχειρησιακός σχεδιασμός με συνέργειες και συνεργασίες, άμεση και συνεχής ενίσχυση των υποδομών αλλά κυρίως του ανθρώπινου δυναμικού, η αλληλεγγύη των ιδιωτών δωρητών σε υλικοτεχνικές ενισχύσεις και, τέλος, οι παράλληλες ενέργειες προετοιμασίας από το φθινόπωρο και μετά της επιχείρησης εμβολιασμού.
Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να αποδώσουν αν δεν υπήρχε ο μεγαλειώδης παράγοντας, η καρδιά του ΕΣΥ, το προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, οι άνθρωποι του.
Τον Σεπτέμβριο του 2018 σε έρευνα του ΙΣΑ, το 50% των ερωτηθέντων ιατρών απαντούσε ότι το επίπεδο παροχών Υγείας στην Ελλάδα ήταν «χειρότερο» από άλλες ευρωπαϊκές χώρες και 29% «ισάξιο».
Τον Φεβρουάριο του 2021, στην αντίστοιχη έρευνα, μόλις το 25% των ερωτηθέντων απάντησε «χειρότερο». Συνολικά, οι ιατροί εκτιμούν ότι το σύστημα Δημόσιας Υγείας ανταποκρίθηκε με επιτυχία ποσοστό 92% (47% πλήρως και 45% αρκετά).
Με άλλα λόγια, πολίτες και ιατρικός κόσμος, συμπίπτουν στην εκτίμηση τους.
Πράγματι, η Ελλάδα απέδειξε ότι έχει ένα τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τα συστήματα Υγείας άλλων χωρών με πολύ καλύτερες υποδομές και πολύ πιο προηγμένα συστήματα διαχείρισης: Το πλεονέκτημα ότι οι άνθρωποί της μπορούν το αδύνατο ακόμη και σε κρίσεις Δημόσιας Υγείας. Ότι σε συνθήκες πίεσης και κινδύνου εργάζονται νυχθημερόν αγόγγυστα και συνεργάζονται με επιτυχία, από την κορυφή της πυραμίδας ως τη βάση.
Πώς αλλιώς θα γίνονταν τα εκατομμύρια τεστ και η διαρκής ιχνηλάτηση, οι διπλάσιες ΜΕΘ σε λίγους μήνες και οι μοριακοί έλεγχοι, οι αδιάλειπτες νοσηλείες σε COVID και non COVID νοσοκομεία παράλληλα με την διαχείριση των άλλων ασθενών, η απόλυτα ακριβής ηλεκτρονική διαχείριση των ραντεβού εμβολιασμού και τα εξαιρετικά οργανωμένα εμβολιαστικά κέντρα;
Όλα αυτά έγιναν με ανθρώπινη συνεργασία και υπερπροσπάθεια.
Και αν η συνεργασία είναι το πρώτο μάθημα, το δεύτερο και πολυτιμότερο είναι η ίδια η Υγεία.
Μπορεί να λέγαμε μεταξύ μας «πάνω απ’ όλα να ‘μαστε υγιείς», αλλά για πρώτη φορά αυτό λέγεται πλέον σε επίπεδο κρατών.
Στην post crisis εποχή της COVID-19, ο επανασχεδιασμός σε υπερεθνικό (Ε.Ε.) και εθνικό επίπεδο των Δημοσίων Συστημάτων Υγείας πρέπει να είναι προτεραιότητα. Και για την Ελλάδα άμεση προτεραιότητα».