Τρείς επιδημίες ιλαράς ξέσπασαν στην Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια και αυτό δείχνει ότι ο γενικός πληθυσμός μπορεί να είναι ευάλωτος σε κάποιο βαθμό αν υπάρξει νέα έκρηξη κρουσμάτων.
Σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα στοιχεία του ΕΟΔΥ, κατά την χρονική περίοδο 2004-2023 εκδηλώθηκαν τρεις επιδημίες ιλαράς στη χώρα μας κατά τα έτη 2005-2006, 2010-2011 και 2017-2018.
Δηλώθηκαν συνολικά 4.151 κρούσματα με μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση στο σύνολο της χώρας 1,92/100.000 πληθυσμού. Η πλειοψηφία των κρουσμάτων αφορούσε Έλληνες Ρομά (56,9%), αλλά και νεαρούς ενήλικες από το γενικό πληθυσμό που ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι. Το νόσημα παρουσίασε την υψηλότερη επίπτωση στην ηλικιακή ομάδα 0-4 ετών. Δηλώθηκαν συνολικά 4 θάνατοι με μέση ετήσια θνητότητα 0,02%.
Οι επιδημίες ιλαράς στην Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια
Συγκεκριμένα, η πρώτη επιδημία κορυφώθηκε το έτος 2006 με 518 δηλωθέντα κρούσματα και μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 4,71/100.000 πληθυσμού (Γράφημα 1). Η επιδημία ξεκίνησε σε πληθυσμό Ρομά στη Βόρεια Ελλάδα και επεκτάθηκε σε άλλα τμήματα του πληθυσμού. Αφορούσε κυρίως μικρά παιδιά από κοινότητες Ρομά, μετανάστες καθώς και άτομα 15-29 ετών και 30-39 ετών από το γενικό πληθυσμό μεταξύ των οποίων υπήρχαν επίνοσοι στην ιλαρά, καθώς ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι
Η δεύτερη επιδημία, περιορισμένης έκτασης, εκδηλώθηκε το έτος 2010 με 149 δηλωθέντα κρούσματα και μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 1,34/100.000 πληθυσμού (Γράφημα 1). Αφετηρία της επιδημίας αποτέλεσαν κρούσματα Βουλγαρικής υπηκοότητας, που εργάζονταν εποχικά στη χώρα μας και πιθανά σχετίζονταν με τη μεγάλη επιδημία ιλαράς στη Βουλγαρία. Η πλειοψηφία των ασθενών βουλγαρικής υπηκοότητας ήταν ανεμβολίαστα παιδιά κυρίως ηλικίας 1-4 ετών. Η επιδημία επεκτάθηκε σε άτομα Ελληνικής υπηκοότητας που ήταν Έλληνες Ρομά, στην πλειοψηφία τους ανεμβολίαστα παιδιά κυρίως ηλικίας 1-4 ετών, και Έλληνες που δεν ανήκαν σε ειδική πληθυσμιακή ομάδα, στην πλειοψηφία τους ηλικίας >20 ετών ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι
Η τρίτη και μεγαλύτερης έκτασης επιδημία άρχισε το έτος 2017 με 968 δηλωθέντα κρούσματα και μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 8,99/100.000 πληθυσμού και κορυφώθηκε το επόμενο έτος με 2.291 δηλωθέντα κρούσματα και μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 21,33/100.000 πληθυσμού (Γράφημα 1). Η επιδημία αφορούσε κυρίως μικρά παιδιά από κοινότητες Ρομά, καθώς και άτομα 25-44 ετών από το γενικό πληθυσμό που ήταν επίνοσα στην ιλαρά, μεταξύ των οποίων και επαγγελματίες υγείας που ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι.
Κατά τα έτη 2021, 2022 και 2023 δε δηλώθηκε κανένα κρούσμα ιλαράς. Επισημαίνεται η πιθανότητα υποδήλωσης λόγω της πανδημίας COVID-19. Συνολικά, η μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση για την περίοδο 2004-2023 στο σύνολο της χώρας ήταν 1,92/100.000 πληθυσμού (μέση τιμή αριθμού κρουσμάτων κατ’ έτος: 207,6 , συνολικός αριθμός κρουσμάτων: 4.151).
Πληθυσμιακές ομάδες
Από το σύνολο των δηλωθέντων κρουσμάτων για την περίοδο 2004-2023, η εθνικότητα ήταν γνωστή για 4.046 (97,5%). Από αυτά:
• 3.583 κρούσματα (88,6%) ήταν ελληνικής υπηκοότητας:
▪ 1.261 (31,2%) ανήκαν στον γενικό πληθυσμό,
▪ 2.303 (56,9%) ήταν Έλληνες Ρομά,
▪ 19 (0,5%) ήταν Έλληνες άλλων ειδικών ομάδων και
• 463 κρούσματα (11,4%) ήταν αλλοδαπής υπηκοότητας.
Κατά την περίοδο 2004-2023, το νόσημα παρουσίασε την υψηλότερη μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση στη Δυτική Ελλάδα (5,97/100.000) και στη Θεσσαλία (3,70/100.000).
Σχετικά υψηλή ήταν η μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση και στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (2,96/100.000) και στην Πελοπόννησο (2,57/100.000).
Η χαμηλότερη μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση παρουσιάστηκε στη Δυτική Μακεδονία και στην Ήπειρο (0,20/100.000 και 0,31/100.000 αντίστοιχα).
Εμβολιαστική κατάσταση
Επί του συνόλου των κρουσμάτων της περιόδου 2004-2023, η εμβολιαστική κατάσταση ήταν γνωστή για τα 3.637 (87,6%). Στην πλειονότητα, τα κρούσματα ήταν ανεμβολίαστα (77,4%, 3.211/4.151). Σε 426 κρούσματα για τα οποία ήταν διαθέσιμη η πληροφορία του αριθμού των δόσεων του εμβολίου (μονοδύναμο ιλαράς ή MMR) δηλώθηκε ότι 319 (74,9%) είχαν εμβολιαστεί με μόνο μία δόση, 48 (11,3%) είχαν εμβολιαστεί με δυο δόσεις, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις ο ακριβής αριθμός των δόσεων ήταν άγνωστος.
Ο ΕΟΔΥ σημειώνει ότι η επιδημιολογική επιτήρηση της νόσου και η έγκαιρη εφαρμογή εμβολιασμού αποτελούν τα πλέον ενδεδειγμένα μέτρα για τον έλεγχο της νόσου.
Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρει ότι κρίνεται αναγκαία αφενός η εγρήγορση των επαγγελματιών υγείας και αφετέρου η εντατικοποίηση των εμβολιασμών με έμφαση στους εμβολιασμούς ειδικών πληθυσμιακών ομάδων, νεαρών εφήβων και ενηλίκων που δεν ολοκλήρωσαν τον εμβολιασμό τους στο παρελθόν, καθώς και η συνεχιζόμενη εγρήγορση των τοπικών και εθνικών αρχών.
Photo Shutterstock
Διαβάστε επίσης
Αυτές είναι οι οδηγίες του CDC για τον στρεπτόκοκκο Α
Η παχυσαρκία της μητέρας επηρεάζει το συκώτι των εμβρύων, ειδικά των αγοριών