Τέλος στο στίγμα της αρρώστιας έβαλαν δημόσια πρόσωπα στη χώρα μας. Η Φώφη Γεννηματά και η Ντόρα Μπακογιάννη έσπασαν τα ταμπού παραδεχόμενες δημόσια ότι έχουν καρκίνο.
Το παράδειγμά τους αφυπνίζει και είναι καταλύτης για τη διαχείριση των προβλημάτων υγείας από τους απλούς πολίτες. Άλλωστε πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις οι ασθενείς θέλουν ένα κίνητρο για να αντέξουν.
Να παλέψουν για την υγεία τους, δεδομένου ότι έχει αποδειχθεί επανειλημμένα και από επιστημονικές μελέτες και από την κλινική εμπειρία ότι η καλή ψυχολογία συμβάλλει τα μέγιστα, σε συνδυασμό με την ενδεδειγμένη θεραπεία. Τι πιο ισχυρό κίνητρο, λοιπόν, από το να διαπιστώνουν ότι δεν είναι οι μόνοι που νοσούν…
Για το θέμα συζητάμε με την Δρ. Ίλια Θεοτοκά, Κλινική Ψυχολόγο – Ψυχοθεραπεύτρια στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο.
Κυρία Θεοτοκά, ποιο είναι ένα πρώτο μήνυμα από τις πρόσφατες δημόσιες εξομολογήσεις των δύο πολιτικών, της εκλιπούσης Φώφης Γεννηματά και της Ντόρας Μπακογιάννη;
Ότι οι ασθένειες, σωματικές και ψυχικές, αγγίζουν όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως ηλικιών, κοινωνικού, μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου. Αγγίζουν τόσο τους ανώνυμους, απλούς πολίτες, όσο και «επώνυμους», πολιτικούς, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες stars, Έλληνες και ξένους.
Πολλοί «αστραφτεροί», λόγω δημοσιότητας, άνθρωποι μίλησαν για τις ασθένειές τους. Βοήθησαν άλλους ανθρώπους να νιώσουν καλύτερα με τα θέματα υγείας τους και να αντιμετωπίσουν με περισσότερη αισιοδοξία τις δυσκολίες, που κάθε ασθένεια παρουσιάζει.
Τι άλλα παραδείγματα έχουμε;
Η Αντζελίνα Τζολί έχει αφαιρέσει προληπτικά το στήθος, τις ωοθήκες και τις σάλπιγγες, λόγω του ότι ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για καρκίνο.
Ο Τομ Χανκς που νοσεί από διαβήτη, η Σελένα Γκόμεζ που πάσχει από ερυθηματώδη λύκο, η Κιμ Καρντάσιαν που νοσεί από ψωρίαση, ο Χιου Τζάκμαν με βασικοκυτταρικό καρκίνωμα στη μύτη, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και ο Μπεν Στίλερ νόσησαν από καρκίνο του προστάτη.
Κι αυτοί είναι κάποιοι, μόνο, «επώνυμοι» stars, που μίλησαν δημόσια για την ασθένειά τους. Στα εντός της χώρας παραδείγματα έχουμε, μεταξύ άλλων, τη Μαρία Χούκλη, τον Σπύρο Παπαδόπουλο, τη Γωγώ Μαστροκώστα, τον Κώστα Χαρδαβέλα που μίλησαν για τον καρκίνο και όλα όσα αντιμετώπισαν.
Στο δια ταύτα, πώς μπορούν αυτές οι δημόσιες παραδοχές να βοηθήσουν ανθρώπους που νοσούν, αλλά και γενικότερα την κοινωνία;
Οι ασθενείς, βλέποντας το παράδειγμα των «επωνύμων» να επικοινωνούν τη νόσο τους και πιθανά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν γύρω από αυτή, νιώθουν ότι δεν είναι οι μόνοι, αλλά δεν είναι και μόνοι.
Αναγνωρίζουν, δηλαδή, ότι και άλλοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα με εκείνους. Συγχρόνως μπορούν να μιλήσουν για το πρόβλημα της υγείας τους και συνεπώς δεν απομονώνονται, εκφράζουν τα συναισθήματά τους, τις δυσκολίες τους, τους προβληματισμούς τους.
Με αυτόν τον τρόπο μπορούν πιο εύκολα να ζητήσουν βοήθεια κι έτσι δεν κουβαλούν μόνοι τους το βάρος της ασθένειας. Ασφαλώς, το να μιλούν πρόσωπα που κινούνται στη δημόσια σφαίρα για τις ασθένειές τους, μειώνει καθοριστικά το στίγμα, το «ταμπού» της νόσου, το οποίο απομονώνει τους ανθρώπους και δημιουργεί διακρίσεις.
Η απομόνωση και η διάκριση κάνει τους ανθρώπους να υποφέρουν περισσότερο, να κρύβονται, να παίζουν έναν ρόλο στη ζωή τους, να προσποιούνται. Έτσι, όμως, δυσκολεύονται να βρουν τις κατάλληλες λύσεις στα προβλήματά τους, ψυχολογικά και μη.
Η δημόσια εξομολόγηση – παραδοχή συμβάλλει στη λήψη σωστών αποφάσεων πιστεύετε;
Η δημόσια ανακοίνωση της νόσου απενοχοποιεί την ίδια τη νόσο. Την «αποδαιμονοποιεί», βοηθώντας να τη δούμε σε πραγματικές διαστάσεις, να μειώσουμε τον φόβο και τον πανικό. Με τον τρόπο αυτόν διευκολύνεται η αποδοχή, η ρεαλιστική εκτίμηση της νόσου και η λήψη των σωστών αποφάσεων για την υγεία.
Στην υπόλοιπη κοινωνία τι αντίκτυπο έχει, αν έχει;
Η κοινωνία γενικότερα και οι άνθρωποι, που δε νοσούν, επωφελούνται, επίσης, όταν «επώνυμοι» μιλούν για την ασθένειά τους. Αφυπνίζονται σε θέματα πρόληψης και γενικότερα φροντίδας της υγείας – σωματικής και ψυχικής. Του πόσο, δηλαδή, πρέπει «να προσέχουμε, για να έχουμε».
Παράλληλα ευαισθητοποιούνται ως προς το πώς να βοηθήσουν αγαπημένους τους ανθρώπους που είναι άρρωστοι.
Έχει σημασία σε ποιους μιλάμε για την ασθένειά μας και σε ποια στιγμή, κα Θεοτοκά;
Kάθε άνθρωπος χρειάζεται να επιλέξει σε ποιoν βαθμό επιθυμεί να μιλήσει για τη νόσο του, σε ποια άτομα και πότε. Δεν είναι πάντα βοηθητικό να μιλάμε σε όλο το οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον για τις αρρώστιες μας, γιατί πολλοί ασθενείς επιβαρύνονται από τις αντιδράσεις του περιβάλλοντος.
Συχνά συγγενείς ή φίλοι ρωτούν λεπτομέρειες, που μπορεί να φέρουν σε δύσκολη θέση τον ασθενή και να του υπενθυμίζουν τη νόσο, ενώ εκείνος επιθυμεί να το αφήσει στην άκρη, να μην το θυμάται.
Πολλοί ασθενείς θέλουν να ασχολούνται με τη νόσο τους, όταν οι συνθήκες το απαιτούν. Συνεπώς, είναι πολύ σημαντικό να ζητήσουμε από τους αγαπημένους μας ανθρώπους να μας βοηθήσουν με τον τρόπο που εμείς επιθυμούμε.
Υπάρχουν κάποιες ερωτήσεις, που δεν θα φέρουν τον ασθενή σε δύσκολη θέση;
Συγγενείς και φίλοι θα μπορούσαν να κάνουν τις εξής ερωτήσεις: «Πώς μπορώ να βοηθήσω;», «τι μπορώ να κάνω για σένα;», γιατί κάθε άνθρωπος μπορεί να προσφέρει με τον δικό του τρόπο και φυσικά, ο στόχος είναι να διευκολύνουμε τον ασθενή και όχι να τον επιβαρύνουμε με δικά μας άγχη και περιττές συζητήσεις.
Τέλος αξίζει να τονίσουμε ότι, το να έχουμε μία ασθένεια, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να διεκδικήσουμε καλύτερη ποιότητα ζωής, να δίνουμε και να παίρνουμε αγάπη, να αθλούμαστε, να προσέχουμε τη διατροφή μας, να έχουμε χόμπι και να απολαμβάνουμε την παρέα αγαπημένων μας ανθρώπων.
Πηγή: mononews.gr
Διαβάστε επίσης
Τι θα συμβεί στο σώμα σου αν πίνεις κάθε μέρα ένα ποτήρι χυμό καρότου
Νέα καμπάνια σχεδιάζει η κυβέρνηση – Αποστολή διαφορετικού sms κάθε μέρα
Μεγαλύτερη προστασία από τα εμβόλια Covid-19 απ’ ό,τι με τη φυσική ανοσία