Η εξωτερική ωτίτιδα – γνωστή και ως νόσος του κολυμβητή – είναι μια οξεία κατάσταση, που οφείλεται σε φλεγμονή ή/και σε μόλυνση του έξω ακουστικού πόρου, η οποία είναι υπεύθυνη αρχικά για φαγούρα και οξύ πόνο.
Ταλαιπωρεί περισσότερο όσους κολυμπάνε, κάνουν βουτιές κτλ και οφείλεται σε έναν συνδυασμό καταστάσεων, όπως η ζέστη, ο ιδρώτας, το νερό της θάλασσας, το χλώριο του νερού της πισίνας.
Οι μικροοργανισμοί, που είναι υπεύθυνοι για την εκδήλωση της εξωτερικής ωτίτιδας, είναι κυρίως βακτήρια και μύκητες, που μπορεί να υπάρχουν σε υγρά περιβάλλοντα, αλλά και στο νερό της πισίνας. Το χλώριο, που χρησιμοποιείται για την απολύμανση του νερού της πισίνας, είναι από μόνο του ένας προδιαθεσικός παράγοντας. Στις τροπικές θάλασσες προστίθεται σαν αιτιολογικός παράγοντας και το πλαγκτόν. Στη Μεσόγειο η πυκνότητα του πλαγκτόν δεν είναι τέτοια, που να θεωρείται υπεύθυνη για εξωτερικές ωτίτιδες, εξηγεί ο Δημήτριος Λιούμπας, ΩΡΛ, Αναπληρωτής Διευθυντής Κλινικής Ωτορινολαρυγγολογίας – Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής του Metropolitan General.
Άλλοι παράγοντες, που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της νόσου του κολυμβητή, είναι ο στενός ακουστικός πόρος, η μεγάλη τριχοφυΐα, ειδικά σε άνδρες, η παρουσία μεγάλης ποσότητας κυψελίδας, που αποφράσσει τον ακουστικό πόρο και με το νερό διαστέλλεται, πιέζοντας τα τοιχώματα του έξω ακουστικού πόρου, προκαλώντας τον ερεθισμό του δέρματος του ακουστικού πόρου. Εδώ έρχεται και η συχνή χρήση μπατονέτας, που δημιουργεί μικροτραυματισμούς που προετοιμάζουν το έδαφος για τη φλεγμονή.
Τα συμπτώματα που έχει η νόσος του κολυμβητή
Τα πρώτα συμπτώματα είναι φαγούρα του ακουστικού πόρου, η οποία με το πέρασμα των ωρών γίνεται όλο και πιο έντονη, υπάρχει η αίσθηση ότι το αυτί έχει βουλώσει, ή ότι το αυτί είναι γεμάτο με νερό, (πολλοί ασθενείς αναφέρουν ότι μετά το μπάνιο έχει μείνει νερό που δεν φεύγει).
Ακολουθεί πόνος που γίνεται ολοένα και ισχυρότερος, μέχρι που φτάνουμε στο σημείο να μην μπορούμε να αγγίξουμε το πτερύγιο του αυτιού. Σε αυτήν τη φάση υπάρχει ερυθρότητα του πτερυγίου του αυτιού, αλλά και της γύρω περιοχής, οίδημα του ακουστικού πόρου που προκαλεί πτώση της ακουστικής οξύτητας (βαρηκοΐα αγωγιμότητας), η οποία επανέρχεται πλήρως με τη θεραπεία.
Σε πιο προχωρημένη κατάσταση μπορούμε να δούμε να τρέχει υγρό από τον έξω ακουστικό πόρο, όπως επίσης μπορεί να παρατηρηθεί και πυρετική κίνηση. Ο τυμπανικός υμένας παραμένει συνήθως άθικτος και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθεί μυριγγίτιδα.
Πώς αντιμετωπίζεται
Αρχικά θα πρέπει ο ειδικός να καθαρίσει και να στεγνώσει τον ακουστικό πόρο, να αφαιρεθεί η κυψελίδα, αλλά και τα υπολείμματα δέρματος που συντελούν στην απόφραξη του ακουστικού πόρου και τα οποία είναι έντονα υδρόφιλα και δυσκολεύουν το να παραμείνει ο ακουστικός πόρος στεγνός.
Ακολούθως εάν υπάρχει οίδημα του πόρου θα πρέπει να τοποθετηθεί ειδικό ωτικό tampon εμποτισμένο με τοπικό αντιβιοτικό και κορτιζόνη, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η διαβατότητα του πόρου και να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη θεραπεία με τοπικές σταγόνες.
Κάποιες φορές είναι αναγκαία και η συστηματική αντιβίωση. Τα παυσίπονα έχουν κι αυτά το ρόλο τους ανκαι η διάρκειά τους δεν είναι μεγάλη.
Βασικός κανόνας σε όλη τη θεραπεία, η οποία κρατάει 7 με 10 μέρες, είναι να παραμείνει ο ακουστικός πόρος στεγνός.
Διαβάστε επίσης
Τρεις σπάνιες παρενέργειες του εμβολίου εξετάζει ο ΕΜΑ
Γιατί αργούν να φύγουν από το σπίτι των γονιών τους οι νέοι στην Ελλάδα;