Η υπερφαγική διαταραχή αποτελεί μία από τις διαταραχές πρόσληψης τροφής, που μέχρι πρόσφατα δεν ήταν επίσημα αναγνωρισμένη.
Η συμπτωματολογία και η κλινική εικόνα για περισσότερες από 7 στις 10 διατροφικές διαταραχές δεν συγκλίνουν αποκλειστικά και μόνο σε νευρική ανορεξία ή νευρογενή βουλιμία, αλλά υπάρχει κι ένα σημαντικό φάσμα ενδιάμεσων διαταραχών, που τελευταία έχουν ξεκινήσει να μελετώνται. Μια τέτοια κατηγορία αποτελεί και η υπερφαγική διαταραχή ή, ακόμη πιο σωστά, η αδηφαγική διαταραχή (Binge Eating Disorder – BED).
Για να γίνει η διάγνωση, θα πρέπει να τηρούνται συγκεκριμένα κριτήρια: η κατανάλωση αντικειμενικά μεγάλων ποσοτήτων τροφής (πάντα σε συνάρτηση με το βάρος, το ύψος, το φύλο κτλ) σε μικρό χρονικό διάστημα και υπό ένα καθεστώς απώλειας ελέγχου.
Η βασική διαφορά με την νευρογενή βουλιμία έχει να κάνει με το γεγονός ότι, παρόλο που το άτομο ενδέχεται να νιώσει δυσφορία, ντροπή, άγχος και ενοχές έπειτα από τα επεισόδια αυτά, δεν καταφεύγει σε αντισταθμιστικές μεθόδους, όπως η πρόκληση εμετών, η χρήση διουρητικών κτλ. Για την ακριβή διάγνωση, όπως είναι λογικό, απαιτείται ειδική συμβουλευτική συνεδρία από εξειδικευμένο στις Διατροφικές Διαταραχές Ειδικό Ιατρό, Διαιτολόγο ή και Ψυχολόγο/Ψυχοθεραπευτή.
Τι σχέση έχει η διατροφή με όλο αυτό;
Η απάντηση είναι πως πιθανά και από τους σπουδαιότερους, αν όχι τον σπουδαιότερο. Η υπερφαγία αποτελεί μια διαταραχή με πολυπαραγοντική προέλευση, μεταξύ των οποίων κανείς μπορεί να εντοπίσει στην βιβλιογραφία τη βιολογία/φυσιολογία σώματος, την ψυχολογία, τις λανθασμένες προσωπικές πεποιθήσεις και πρότυπα, διαστρεβλωμένες πληροφορίες περί ιδανικού τρόπου διατροφής (cleaneating) / εικόνας σώματος κ. ά.
Στο πλαίσιο αυτό, συχνά μετά από κάποιο υπερφαγικό επεισόδιο, αντανακλαστικά γεννάται η πεποίθηση πως στα επόμενα γεύματα θα ήταν καλύτερο να περιοριστεί η ποσότητά τους ή να αποφευχθεί τελείως κάποια συγκεκριμένη κατηγορία τροφίμων, όπως ο υδατάνθρακας, έτσι ώστε να αντισταθμιστεί “το κακό που έγινε”. Μήπως, όμως, κάνουμε περισσότερο κακό απ’ ό,τι καλό;
Τι θα έχει αποτέλεσμα
Μια ενδεχόμενη ολιγοθερμιδική διατροφή ή διατροφή με αυστηρούς συνδυασμούς, όπως είναι οι τύπου πρωτεΐνες και σαλάτα, δύναται να έχουν ως αποτέλεσμα την μείωση της γλυκαιμικής απόκρισης στο αίμα, επηρεάζοντας, έτσι, και μεταβολικά μονοπάτια, όπως και του ίδιου του κύκλου του Krebs, ο οποίος καθορίζει και τον “ρυθμό καύσεων” του σώματος.
Με λίγα λόγια… την εξασθένιση της βασικής βιολογίας/φυσιολογίας του σώματος. Η βασική ορμόνη, η οποία είναι απούσα στην παραπάνω μεταβολική διαδικασία ακούει στο όνομα σεροτονίνη.
Η σεροτονίνη αποτελεί την γνωστή ορμόνη της χαράς, που εκτός των άλλων, και υπό ένα διατροφικό πρίσμα, είναι αυτή η ορμόνη που θα δώσει τα σινιάλα “είμαι καλά”, “έχω τον έλεγχο”, “είμαι χορτάτος”. Δίχως την παρουσία της ορμόνης αυτής στο αίμα, θα ήταν σαν να κουβαλά κανείς πάνω του μια ωρολογιακή βόμβα, που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να σκάσει. Έτσι ακριβώς βιώνει και το σώμα την απουσία σεροτονίνης και την ταυτόχρονη έλλειψη επάρκειας γλυκόζης στον αίμα.
Μπορεί η διατροφή μου να επηρεάσει την σεροτονίνη;
Σαφώς και μπορεί. Εδώ η βιβλιογραφία επικεντρώνεται στην παρουσία “διατροφικών τριάδων” σε τουλάχιστον 3 από τα βασικά γεύματα της ημέρας μας (σημαντικό να θυμόμαστε ότι η σεροτονίνη έχει διάρκεια ζωής στο αίμα ~ 6 ώρες).
Μιλώντας για τριάδες, ουσιαστικά αναφερόμαστε στην παρουσία ταυτοχρόνως σε ένα γεύμα 3 ομάδων τροφίμων, όπως την πρωτεΐνη (πουλερικά, ψάρι, κρέας, σόγια, τυρί, όσπρια κτλ), το άμυλο (ρύζι/ζυμαρικά ολικής, την πατάτα, το παξιμάδι, το καλαμπόκι κτλ) και ΠΑΝΤΑ μια φρέσκια τροφή, όπως φρούτο ή λαχανικά, που θα μας αποδώσουν όλες αυτές τις σημαντικές βιταμίνες που αποζητά η ίδια η βιοχημεία του σώματος (βλ. εικόνα παρακάτω).
Έτσι, επιλέγοντας μια διατροφική τριάδα στο πιάτο μας, έχουμε μια αλυσιδωτή αντίδραση μέχρι την τελική έκκριση της “θαυματουργής” σεροτονίνης. Δίνεται η δυνατότητα αρχικά της έκκρισης ινσουλίνης στο αίμα μέσω του αμύλου, η οποία και επιδρά επιλεκτικά με την τρυπτοφάνη, που βρίσκεται στα ζωικά τρόφιμα, και μέσω πολύπλοκων ενζυμικών διαδικασιών, στις οποίες συντελεί σημαντικά και το σύμπλεγμα βιταμινών Β (φρούτα και λαχανικά), δημιουργείται και εκκρίνεται η σεροτονίνη από την υπόφυση.
Επομένως ένα απλός και μνημονικός κανόνας, που θα μπορούσε κανείς να ακολουθήσει, είναι η διάκριση της χωρητικότητας ενός πιάτου στην μέση, όπου στην μια πλευρά θα μπορούσαν να μπουν τα φρούτα και λαχανικά. Αφού το εναπομείναν μισό του πιάτου χωριστεί εκ νέου στην μέση, να τοποθετήσει κανείς τους “καλούς”/σύνθετους υδατάνθρακες, καθώς και μια πηγή πρωτεΐνης. Ιδανικές επιλογές τριάδας αποτελεί ο ντάκος (παξιμάδι, ντομάτα, τυρί), ένα γιαούρτι με βρώμη και φρούτο, μια ομελέτα με τυρί, λαχανικά και παξιμαδάκια στο πλάι και εκατοντάδες ακόμη νόστιμες επιλογές.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως τόσο η διαταραχή της υπερφαγίας, όσο και οι υπόλοιπες διατροφικές διαταραχές, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται διεπιστημονικά και συχνά με την παράλληλη και ταυτόχρονη παρακολούθηση από διαιτολόγο, ειδικά εξειδικευμένο ψυχολόγο- ψυχοθεραπευτή, ιατρό για την παράλληλη παρακολούθηση των βιοχημικών εξετάσεων, αλλά ακόμη και εξειδικευμένο καθηγητή φυσικής αγωγής, που θα μπορέσει να κατανοήσει τις βιοχημικές ιδιαιτερότητες ενός τέτοιου περιστατικού.
Ντάνιελ – Χρήστος Καψής, Διαιτολόγος RD, BSc, Αθλητικός Διατροφολόγος MSc, PhDc, SENr, Master Practitioner in Eating Disorders
Διαβάστε επίσης
Οδηγίες για το νέο, σφοδρό κύμα καύσωνα
Πατέντα εμβολίων: Εξακολουθούν να μην τα βρίσκουν οι χώρες του ΠΟΕ