Τα κονδυλώματα, οι μυρμηγκιές των γεννητικών οργάνων, αποτελούν μία από τις πιο συχνές ιογενείς λοιμώξεις που μεταδίδονται μέσω της σεξουαλικής επαφής. Περίπου το 80% του πληθυσμού των σεξουαλικά ενεργών ατόμων θα έρθουν σε επαφή με τον ιό σε κάποια στιγμή της ζωής τους. Από αυτά μόνο το ένα τέταρτο (25%) θα εμφανίσουν κονδυλώματα ορατά κατά την κλινική εξέταση.
«Τα κονδυλώματα προκαλούνται από συγκεκριμένα στελέχη του ιού HPV (Human Papilloma Virus), του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων και παρότι συχνά περνούν απαρατήρητα, μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα τόσο σε αισθητικό όσο και σε ιατρικό επίπεδο», αναφέρει ο κ. Κωνσταντίνος Μηλεούνης, Διευθυντής Δερματολόγος στο Metropolitan Hospital και συνεχίζει εξηγώντας όσα καλό είναι να γνωρίζουμε από την προφύλαξη μέχρι τη θεραπεία τους:
Πώς μεταδίδονται;
Με τη σεξουαλική επαφή. Γενικά, όταν κάποιο άτομο έρθει σε επαφή με τον ιό προκύπτουν δύο ενδεχόμενα: ή θα παραμείνει φορέας ή θα απορρίψει τον ιό. Εάν δεν κολλήσει άλλο στέλεχος του ιού μετά από δύο χρόνια μπορεί να αυτοϊαθεί (συμβαίνει στο 50% των περιπτώσεων).
Πώς διαγιγνώσκονται;
«Εμφανίζονται κάποια μικρά σπυράκια ή μικρά «κουνουπιδάκια» τα οποία όταν εντοπιστούν κατά την κλινική εξέταση καθιστούν δεδομένη τη μόλυνση από τον ιό. Δυστυχώς, δεν υπάρχει εξέταση αίματος που να τεκμηριώνει την ύπαρξη του ιού. Συνεπώς, η διάγνωση γίνεται κατά κανόνα κλινικά. Εάν χρειαστεί να τεκμηριώσουμε τη διάγνωση, θα πάρουμε ένα κομματάκι δέρματος και θα γίνει βιοψία. Εάν θέλουμε να δούμε για ποιο στέλεχος του ιού πρόκειται, θα κάνουμε PCR. Πρόκειται για μια τεχνική ελέγχου που μας επιτρέπει όχι μόνο να διαπιστώσουμε την ύπαρξη του ιού, αλλά και να δούμε ποιο στέλεχός του είναι.
Η διαπίστωση της «ταυτότητας» του στελέχους έχει σημαντική κλινική αξία, καθώς ορισμένα στελέχη ενοχοποιούνται για την εμφάνιση καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Διαπιστώνοντας, συνεπώς, το στέλεχος του ιού μπορούμε να ελέγξουμε αν αυτό είναι υψηλού ή χαμηλού κινδύνου όσον αφορά στην πρόκληση καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Μάλιστα, τα ίδια στελέχη είναι υπεύθυνα για τον καρκίνο του πρωκτού και για τον καρκίνο του πέους, ωστόσο αυτοί οι δύο είναι πολύ πιο σπάνιοι καρκίνοι από αυτόν του τραχήλου της μήτρας», εξηγεί.
Πώς θεραπεύονται;
«Στην περίπτωση που δούμε κάτι με το μάτι κατά την κλινική εξέταση, ξεκινάμε θεραπεία η οποία συνίσταται στην καταστροφή των βλαβών (τα σπυράκια ή τα «κουνουπιδάκια») είτε με κρυοθεραπεία με τη χρήση υγρού αζώτου είτε με «κάψιμο» με λέιζερ. Προσοχή όμως: με τη θεραπεία αυτή, δυστυχώς, δεν σκοτώνουμε τον ιό, καταστρέφουμε όμως την εκδήλωσή του. Εάν θέλουμε να μειώσουμε την πιθανότητα υποτροπής και την ασυμπτωματική μετάδοση συμπληρώνουμε την παραπάνω θεραπεία με τοπική αγωγή η οποία κάνει ανοσοδιέγερση, δηλαδή ανεβάζει την άμυνά μας απέναντι στις υποτροπές και την ασυμπτωματική μετάδοση», προσθέτει.
Πώς μπορούμε να προφυλαχθούμε;
«Ένα μέτρο προφύλαξης είναι η χρήση προφυλακτικού, ωστόσο αυτό είναι αποτελεσματικό κατά περίπου 80% όσον αφορά στη μετάδοση του ιού, καθώς αφήνει συνήθως τη βάση του πέους εκτεθειμένη. Ένα άλλο μέτρο είναι το εμβόλιο κατά του ιού (9-18 ετών, με σύσταση την πραγματοποίησή του κατά το «ηλικιακό παράθυρο» των 9 με 11 ετών) για κορίτσια και αγόρια. Το πιο αποτελεσματικό μέτρο, βέβαια, είναι η αποφυγή της έκθεσης στον ιό μέσω της ύπαρξης σταθερού ερωτικού συντρόφου», καταλήγει ο κ. Μηλεούνης.
Photo Shutterstock
Διαβάστε επίσης
Κονδυλώματα: Ένας στους 3 άνδρες με HPV
Πόνος στη μέση: Πώς δεν θα χαλάσει τις διακοπές σας