Η σεξουαλικότητα εξακολουθεί να είναι σημαντική σε όλες τις φάσεις της ζωής ενός ανθρώπου. Ακόμη και σε περιόδους ασθένειας, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο. Ίσως, δε, περισσότερο τότε.
Γιατί όταν ο εφιάλτης τελειώσει και επανέλθει σταδιακά η κανονικότητα, οι πρώην ασθενείς θα αναζητήσουν την χαμένη ποιότητα ζωής τους, που θα περιλαμβάνει και την καλή σεξουαλική υγεία.
Ειδικά για τους ασθενείς με καρκίνο, η διατήρηση της σεξουαλικότητας αναδεικνύεται ως μείζον ζήτημα, δεδομένου ότι κάποιες θεραπείες μπορεί να έχουν άμεση επίδραση στην σεξουαλική όσο και στην αναπαραγωγική λειτουργία τους.
Τα σεξουαλικά προβλήματα συχνά παρουσιάζονται ως φυσιολογικές και ψυχολογικές παρενέργειες του καρκίνου και των θεραπειών του.
Δυστυχώς γύρω από αυτό το θέμα η έγκυρη ενημέρωση είναι ελλιπής, παρόλο που οι απορίες των ασθενών με νεοπλάσματα είναι πολλές, ιδιαίτερα εάν νοσήσουν σε αναπαραγωγική ηλικία…
Το ζήτημα ήταν το αντικείμενο επιστημονικής ημερίδας, με θέμα “Η προαγωγή της σεξουαλικής υγείας στον ογκολογικό ασθενή”. Πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 20 Μαρτίου από το Ελληνικό Forum Ογκολογίας, υπό την αιγίδα της Εταιρείας Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδος και της Ελληνικής Εταιρείας Χειρουργικής Ογκολογίας, με τη συνεργασία του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, του Ινστιτούτου Γυναικολογίας, του ΙΑΣΩ Θεσσαλίας, του Θεραπευτηρίου «Αττικό» και του Κέντρου Εξωσωματικής Αθηνών.
«Η μακροχρόνια εμπειρία μας στον τομέα της σεξουαλικότητας και των διαταραχών της μας αποδεικνύει καθημερινά ότι ο νεοπλασματικός ασθενής στερείται επαρκούς ενημέρωσης και φροντίδας γύρω από τη σεξουαλική του υγεία και τις αλλαγές, που θα επιφέρει σε αυτή η αντιμετώπιση της νόσου», τονίζει ο Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, Χειρουργός Ουρολόγος – Ανδρολόγος, Διευθυντής Κλινικής Σεξουαλικής Υγείας Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης.
Και προσθέτει: «Η σεξουαλικότητα είναι το ίδιο σημαντική για τους ασθενείς, όσο και για τους υγιείς ανθρώπους και αποτελεί σημαντικότατο παράγοντα στην εξίσωση αυτού, που ονομάζουμε «ποιότητα ζωής». Κάποιες επεμβάσεις και φαρμακευτικές αγωγές επηρεάζουν ελάχιστα την επιθυμία και την σεξουαλικότητα, ενώ άλλες επηρεάζουν την λειτουργία κάποιου οργάνου, τα επίπεδα των ορμονών ή τα νεύρα, που είναι απαραίτητα για την σεξουαλική λειτουργία».
Τα τελευταία χρόνια αυξάνονται οι δημοσιεύσεις σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά για την σεξουαλική συμπεριφορά των ογκολογικών ασθενών, σε σχέση και με τις φαρμακευτικές θεραπείες, στις οποίες υποβάλλονται.
«Προς το παρόν παγκοσμίως θεωρείται -και πολύ ορθά- ότι πρώτιστος σκοπός είναι η διάσωση του ασθενούς και η αποκατάσταση της υγείας του. Με την πρόοδο, όμως, των θεραπευτικών μέσων και την αύξηση του προσδόκιμου ζωής των ασθενών, γίνεται επιτακτική η ανάγκη κατάρτισης ολοκληρωμένων συστημάτων εκτίμησης της σεξουαλικής υγείας των ασθενών, καθώς αποτελεί βασικό παράγοντα, που επηρεάζει καταλυτικά την ποιότητα ζωής. Και ακριβώς εκεί πρέπει να εστιάσει η έρευνα, ούτως ώστε ο ασθενής, όχι μόνο να επιβιώνει, αλλά να ζει», υπογραμμίζει ο Χειρουργός Ουρολόγος – Ανδρολόγος, Επιστημονικός Υπεύθυνος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, Χρήστος Φλιάτουρας.
Τι λένε οι έρευνες
Έρευνες έχουν δείξει ότι το 75% των γυναικών με καρκίνο, δηλαδή περίπου οι οκτώ στις δέκα, δηλώνουν ότι θέλουν να αποκτήσουν παιδί στο μέλλον, όταν θα έχουν ξεπεράσει την ασθένεια και θα είναι όλα καλά.
Εντυπωσιακό είναι, εξάλλου, το εύρημα ότι λιγότεροι από τους μισούς καρκινοπαθείς (μόλις το 44% σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο John Hopkins) ενημερώνονται από τους γιατρούς τους για τις επιπτώσεις που αναμένεται να έχει η χημειοθεραπεία στη γονιμότητά τους.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO) συνιστούν στους ιατρούς να συζητούν τη διατήρηση της γονιμότητας με όλους τους ασθενείς, είτε πρόκειται για ενήλικες αναπαραγωγικής ηλικίας, είτε για παιδιά, πριν από την έναρξη της θεραπείας για τον καρκίνο.
Μελέτη, που είχε γίνει από το 2006 μέχρι το 2010, έδειξε ότι μόλις το 6% των καρκινοπαθών στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε ενημερωθεί σχετικά με τον κίνδυνο να επηρεαστεί η γονιμότητά του πριν από την έναρξη της θεραπείας.
Τέλος, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, η χημειοθεραπεία σε εφήβους μπορεί να επιφέρει μόνιμες αλλαγές στα κύτταρα των γεννητικών οργάνων, προκαλώντας μοριακές αλλαγές, που μπορεί να μεταβιβαστούν στον απόγονό του.
Στόχος η ποιότητα ζωής
Σύμφωνα με τα όσα είπαν οι πρόεδροι της ημερίδας, δρ Εμμανουήλ Τερζάκης, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. Διευθυντής Γυναικολογικής Κλινικής Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Αθηνών και δρ Χριστίνα Γουδέλη, Χειρουργός Γυναικολόγος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών Ινστιτούτο Γυναικολογίας, η βελτίωση της ποιότητας ζωής μετά από κάθε αγωγή αποτελεί επιθυμητό θεραπευτικό χειρισμό, όπως φάνηκε και από την αντιμετώπιση της πρόσφατης πανδημίας.
Συγκεκριμένα, η εκτίμηση της ποιότητας ζωής (Quality Of Life) στους νεοπλασματικούς ασθενείς είναι γνωστή από πολλά χρόνια, χωρίς ακόμη κοινά αποδεκτές οδηγίες μεταθεραπευτικής αξιολόγησης της συμπεριφοράς τους.
«Στην πραγματικότητα, οι θεράποντες ιατροί, σε συνεργασία με ψυχοογκολόγους, ψυχοσεξολόγους και ευαισθητοποιημένους νοσηλευτές, προσπαθούν να προσεγγίσουν το δύσκολα «εκφραζόμενο» πρόβλημα της μεταβολής της σεξουαλικότητας των ασθενών εξατομικευμένα και συνήθως με καθυστέρηση, λόγω προτεραιότητας στην αγωγή και λόγω έλλειψης χρόνου συνεδριών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2017, το Αμερικανικό Κολλέγιο Μαιευτήρων – Γυναικολόγων επεσήμανε ότι η αναφορά στη σεξουαλικότητα είναι ένα εργαλείο θετικής προσέγγισης του ασθενούς στη νόσο, όπως και η προσέγγιση της γονιμότητας για τους νέους ασθενείς με νεοπλασία.