H ενδομητρίωση μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη σεξουαλική ζωή των ζευγαριών. Στοιχεία δείχνουν ότι η νόσος προκαλεί προβλήματα στο 48,7% αυτών, ποσοστό εξαιρετικά υψηλό για να αγνοείται.
Περίπου 8 στις 10 γυναίκες με τη νόσο εμφανίζει σεξουαλική δυσφορία και περίπου 3 στις 10 δυσλειτουργία κατά τη ερωτική πράξη. Ο πόνος και η προσμονή αυτού, όπως και ο φόβος, είναι ισχυροί ανασταλτικοί παράγοντες και οι κύριοι λόγοι που συμβάλλουν στη μείωση της λίμπιντο και της λίπανσης του κόλπου. Κατ’ επέκταση ο αριθμός των σεξουαλικών επαφών ανά μήνα μεταξύ του ζευγαριού μειώνεται, οδηγώντας σε αισθήματα ενοχής και σε επιδείνωση της σχέσης.
Ενδομητρίωση: Μπορεί να διαλύσει μία σχέση;
Οι σύντροφοι των ασθενών το εισπράττουν. Βιώνουν απομάκρυνση από τη σύντροφό τους, το σεξ και τη σχέση ως σύνολο, καθώς μειώνονται όχι μόνο οι σεξουαλικές επαφές αλλά κάθε είδους ερωτική δραστηριότητα. Σημαντικό ποσοστό τους βιώνει αίσθημα ανικανότητας, απογοήτευσης, ανησυχίας και θυμού. Η ενημέρωσή τους και η θεραπεία της ενδομητρίωσης μπορεί να αποτρέψει την όξυνση των σχέσεων, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί ακόμα και στον χωρισμό.
«Η ενδομητρίωση είναι μια ασθένεια στην οποία ιστός σαν αυτόν που καλύπτει το εσωτερικό της μήτρας αναπτύσσεται σε περιοχές γύρω από αυτήν, όπως στις ωοθήκες και τις σάλπιγγες, δημιουργώντας βλάβες. Μπορεί επίσης να επηρεάσει όργανα όπως η ουροδόχος κύστη και το έντερο», εξηγεί ο Μαιευτήρας – Χειρουργός Γυναικολόγος δρ Ηλίας Μεταξάς.
«Η ασθένεια μπορεί να ξεκινήσει από την αρχή της εφηβείας έως και τη μέση ηλικία. Το κύριο σύμπτωμα είναι ο πυελικός πόνος, ο οποίος μπορεί να εμφανιστεί αναίτια, κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως, της σεξουαλικής επαφής, της ούρησης και της αφόδευσης. Οι γυναίκες με ενδομητρίωση είναι πιθανόν να έχουν “βαριές” περιόδους, Όμως, μεγάλο ποσοστό δεν έχουν καθόλου ή έχουν ήπια συμπτώματα και έτσι η νόσος παραμένει αδιάγνωστη.
Επηρεάζει το 10-15% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας και θεωρείται σοβαρό γυναικολογικό πρόβλημα, αφού εκτός από έκπτωση της ποιότητας ζωής, λόγω του πυελικού πόνου, είναι υπεύθυνη για το 35% των περιπτώσεων υπογονιμότητας».
Μελέτες για τις ψυχολογικές επιπτώσεις της ενδομητρίωσης έχουν δείξει ότι σε αυτές περιλαμβάνεται η κατάθλιψη και το άγχος. Και φυσικά μπορεί να προκαλέσει πολλά προβλήματα στην προσωπική ζωή», προσθέτει.
Πρόσφατα δημοσιεύθηκε στο European Journal of Obstetrics & Gynecology and Reproductive Biology μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε στη Γαλλία (ως μέρος της μελέτης EndoVie) για τον αντίκτυπο της ενδομητρίωσης στη ζωή των συντρόφων, τις γνώσεις τους για την πάθηση και τις επιπτώσεις στις σχέσεις. Η ηλικία της πλειονότητας των συμμετεχόντων ήταν άνω των 45 ετών και η σχέση του ζευγαριού διαρκούσε πάνω από 13 χρόνια. Για το 75% η διάγνωση τέθηκε αφού είχε ξεκινήσει η σχέση.
Πριν από τη διάγνωση του συντρόφου τους, το 22% γνώριζε και κατανοούσε πλήρως την ασθένεια, το 17% είχε ακούσει γι’ αυτήν και το 61% την αγνοούσε.
Κατά τη στιγμή της διάγνωσης, τα κύρια συναισθήματα των συντρόφων ήταν η ανησυχία, η κατανόηση και η συμπόνια. Ωστόσο, το 17% ανέφερε επίσης αρνητικά συναισθήματα και επιπτώσεις στις σεξουαλικές σχέσεις και στη ζωή του ζευγαριού.
Τα συχνότερα αναγνωρίσιμα συμπτώματα ήταν οι επώδυνες περίοδοι (46%), η μη φυσιολογική αιμορραγία (34%) και ο πυελικός πόνος (32%). Παρά τη συναισθηματική επιβάρυνση, η μελέτη διαπίστωσε ότι το 26% των συντρόφων ένιωθαν ότι δεν κατανοούσαν πλήρως τις επιθυμίες της συντρόφου τους κατά τη διάρκεια επεισοδίων πόνου.
Ο αντίκτυπος ήταν υψηλότερος σε όσους γνώριζαν την πάθηση, συγκριτικά με τους μη ενημερωμένους συντρόφους, ειδικά όσον αφορά τη συναισθηματική πίεση και τις προκλήσεις της σχέσης.
Παρά αυτές τις δυσκολίες, οι περισσότεροι συμμετέχοντες (83%) ένοιωθαν άνετα να συζητούν για την ενδομητρίωση, αν και οι συζητήσεις ήταν σπάνιες.
Η αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης
Η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων μπορεί να χαρίσει ξανά ισορροπία και ευτυχία στο ζευγάρι. Όπως εξηγεί περαιτέρω ο δρ Μεταξάς, επειδή αυτά είναι παρόμοια με άλλων γυναικολογικών προβλημάτων, για τη διάγνωση απαιτούνται συχνά πολλές εξετάσεις. Σε αυτές περιλαμβάνεται η κλινική εξέταση, οι αιματολογικές εξετάσεις, το υπερηχογράφημα και σε ορισμένες περιπτώσεις η λαπαροσκόπηση. Πέρα από τη διαγνωστική αξία της, η λαπαροσκόπηση μπορεί να χρησιμεύσει και για την αφαίρεση ιστού που έχει αναπτυχθεί σε όργανα γύρω από τη μήτρα.
Μέχρι σήμερα τα μόνα όπλα που έχουμε στη μάχη για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων είναι τα παυσίπονα και η ορμονοθεραπεία. Όταν αυτά δεν ανακουφίζουν, η χειρουργική επέμβαση είναι η καλύτερη επιλογή.
Οι γυναίκες με ενδομητρίωση σταδίου Ι και ΙΙ μπορούν να συλλάβουν χωρίς παρεμβάσεις, με τα ποσοστά να αυξάνονται συνήθως μετά τη λαπαροσκοπική αφαίρεση του ιστού, επιλογή που προτιμάται σε γυναίκες κάτω των 35 ετών. Για τις μεγαλύτερες σε ηλικία, συνιστώνται άλλες θεραπείες γονιμότητας αντί της λαπαροσκόπησης.
Εάν η ενδομητρίωση είναι σταδίου III ή IV, τα ποσοστά εγκυμοσύνης είναι υψηλότερα μετά από χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση ουλώδους ιστού ή μεγάλων ενδομητριωσικών κύστεων. Οι γυναίκες που επιδιώκουν να συλλάβουν και δεν το καταφέρνουν εντός 6 μηνών, θα πρέπει να αναζητήσουν άλλες θεραπείες γονιμότητας.
«Οι γυναίκες με χειρουργικά τεκμηριωμένη ενδομητρίωση έχουν κάθε μήνα πιθανότητα μόνο 1-10% να αποκτήσουν παιδιά. Όσες το επιθυμούν, πρέπει να συμβουλεύονται γυναικολόγο που ειδικεύεται στη συγκεκριμένη πάθηση και την αναπαραγωγική χειρουργική, προκειμένου να βρεθούν άλλες επιλογές που θα διατηρήσουν και θα βελτιώσουν τη γονιμότητα.
Για την ψυχική υγεία συστήνεται η υποστήριξη από έναν ψυχολόγο, ο οποίος μπορεί να βοηθήσει τόσο τις ασθενείς όσο και τους συντρόφους τους να αντιμετωπίσουν τις αρνητικές επιδράσεις της διάγνωσης, περιλαμβανομένων των αναταράξεων που μπορεί να φέρει στις σχέσεις τους», καταλήγει ο δρ Μεταξάς.
photo shutterstock