Έντονες είναι οι ψυχολογικές επιπτώσεις της νόσου Peyronie τόσο στους άνδρες ασθενείς όσο και στις συντρόφους τους, καθώς η μεγάλη κάμψη του πέους και ο πόνος που προκαλεί, οδηγούν σε σημαντικές σεξουαλικές δυσλειτουργίες, με αποτέλεσμα σχεδόν οι μισοί πάσχοντες να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις σχέσεις τους.
Νοιώθουν συχνά αμηχανία και λιγότερο αρρενωποί, λόγω της παραμόρφωσης του πέους τους. Έχουν μειωμένη σεξουαλική αυτοπεποίθηση και φοβούνται μήπως δεν ικανοποιούν τις συντρόφους τους. Βιώνουν δε άγχος, ακόμα και κατάθλιψη.
Από την πλευρά τους οι γυναίκες παρουσιάζουν δυσπαρευνία, δηλαδή πόνο κατά τη συνουσία και κατ’ επέκταση αδυναμία επίτευξης οργασμού, σεξουαλική δυσαρέσκεια, απώλεια της σεξουαλικής επιθυμίας. Τελικά απομακρύνονται από τον σύντροφό τους. Τα ευρήματα μιας γαλλικής έρευνας για τον αντίκτυπο που έχει η νόσος, η οποία δημοσιεύθηκε στο The French Journal of Urology, έδειξε ότι η παραμόρφωση του πέους ενοχλεί το 58% των συντρόφων και το 66% μειώνει τις σεξουαλικές επαφές του με τον πάσχοντα μετά την εμφάνισή της.
Σύμφωνα με μελέτες, οι επιπτώσεις στο ζευγάρι είναι αναστρέψιμες, μόλις αντιμετωπιστούν τα συμπτώματα. Η θεραπεία της νόσου βελτιώνει τη σεξουαλική επιθυμία και τη λειτουργία και στους δύο συντρόφους.
«Η νόσος Peyronie είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος, που ο επιπολασμός της ποικίλει αναλόγως του πληθυσμού που ερευνάται. Μελέτες έχουν δείξει ότι επηρεάζει περίπου το 11,0% έως 13,0% των ενήλικων ανδρών στις ΗΠΑ, το 9% στον Καναδά, το 0,5% στην Αυστραλία, το 7% στην Ιταλία, το 3,2% στη Γερμανία, το 3,64% στη Βραζιλία, το 0,6 % στην Ιαπωνία και το 5,0% στην Κίνα.
Πρόκειται για μια διαταραχή του συνδετικού ιστού που χαρακτηρίζεται από ίνωση του σηραγγώδους σώματος που έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή εμφάνιση κάμψης, πόνου και βράχυνσης του πέους. Στα συμπτώματα περιλαμβάνεται και η στυτική δυσλειτουργία. όπως και η αδυναμία διατήρησης της στύσης για συνουσία», εξηγεί ο Χειρουργός Ανδρολόγος Ουρολόγος δρ Αναστάσιος Λιβάνιος.
Δεν είναι πλήρως κατανοητοί οι λόγοι ανάπτυξης της πάθησης. Είναι πιθανό να εμπλέκονται διάφοροι παράγοντες, όπως η ηλικία (άνω των 50 ετών), ο σακχαρώδης διαβήτης (ορισμένες μελέτες δείχνουν επιπολασμό στους διαβητικούς έως και 33,2%) και το ιστορικό καρκίνου του προστάτη. Πιστεύεται όμως ότι το μικροαγγειακό τραύμα, που ξεκινά από βλάβη του πέους κατά τη σεξουαλική δραστηριότητα ή λόγω επαναλαμβανόμενου μικροτραυματισμού, είναι η πιο συχνή αιτία.
Αυτό μπορεί να συμβεί κατά τη σεξουαλική επαφή είτε κατά την προσπάθεια διείσδυσης όταν το πέος βρίσκεται στο περίνεο, είτε κατά τη σεξουαλική πράξη σε στάσεις που ευνοούν την απότομη μετατόπιση του βάρους της συντρόφου που προκαλεί κάμψη του πέους, αλλά και κατά τη διάρκεια ενός δυναμικού αυνανισμού.
Το μικροαγγειακό τραύμα γίνεται αιτία φλεγμονής, η οποία, με την πάροδο του χρόνου, οδηγεί σε υπερβολική εναπόθεση κολλαγόνου και δημιουργία σκληρού και άκαμπτου ουλώδους ιστού (συχνά ψηλαφητού), προκαλώντας την έναρξη της κάμψης του πέους όταν είναι σε στύση.
Η φυσιολογική κάμψη είναι δύσκολο να οριστεί, αφού κάθε σώμα είναι διαφορετικό και δεν υπάρχει τυποποιημένο σχήμα πέους. Μια ελαφρά κλίση που κυμαίνεται από 5 έως 30 μοίρες προς οποιαδήποτε κατεύθυνση η οποία υπάρχει από όσο μπορεί κάποιος να ανακαλέσει στη μνήμη του εικόνες του, χωρίς άλλα συμπτώματα δεν υποδεικνύει κάτι παθολογικό.
Οποιαδήποτε όμως αλλαγή στην καμπυλότητά του που αναπτύσσεται αργά με την πάροδο του χρόνου και συνοδεύεται από πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή είναι ύποπτη και χρήζει διερεύνησης.
Για τη διάγνωση απαιτείται λήψη του ιατρικού και σεξουαλικού ιστορικού, κλινική εξέταση η οποία μπορεί να γίνει όταν το πέος βρίσκεται σε στύση ή όχι, και υπερηχογράφημα σηραγγωδών αρτηριών για τον έλεγχο της έκτασης της νόσου, της αιμάτωσης του πέους και της τυχόν παρουσίας ουλώδους ιστού.
Μια κάμψη πέους ακόμα και μεγαλύτερη από 30 μοίρες, χωρίς άλλα συμπτώματα ούτε επιπτώσεις στη σεξουαλική ζωή δεν χρειάζεται θεραπεία. Φυσικά, κάθε απόπειρα μείωσης της κάμψης από τον ίδιο τον πάσχοντα χειροτερεύει τα συμπτώματα και δεν επιτρέπεται.
Στους άνδρες με ήπια νόσο Peyronie, τα συμπτώματα δεν είναι απίθανο να υποχωρήσουν χωρίς θεραπεία, είναι όμως εξαιρετικά σπάνια εξέλιξη. Στη συντριπτική πλειονότητα των πασχόντων αυτά παραμείνουν και επιδεινώνονται σταδιακά. Είναι κρίσιμης σημασίας επομένως η έγκαιρη διάγνωση και έναρξη θεραπείας.
Η πλήρης ίαση απαιτεί χρόνο, είτε ακολουθηθεί αγωγή με φάρμακα, είτε χειρουργική επέμβαση. Η συντηρητική αντιμετώπιση είναι πάντα η πρώτη επιλογή και περιλαμβάνει λήψη φαρμάκων από το στόμα ή ενέσεων πάνω στην ίνωση που έχει δημιουργηθεί. Για την αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας εξαιρετικά αποτελέσματα δίνουν οι συνεδρίες κρουστικών κυμάτων.
Η μεγάλη κάμψη στο πέος, άνω των 60 μοιρών και τα έντονα συμπτώματα που δυσκολεύουν τη σεξουαλική επαφή, αντιμετωπίζονται μόνο χειρουργικά. Τις περισσότερες φορές επιλέγεται η τοποθέτηση βιοσυνθετικού ή αυτόλογου μοσχεύματος, γιατί με αυτόν τον τρόπο δεν χάνεται μήκος από το πέος όταν αφαιρεθεί η ινώδης πλάκα. Μια δεύτερη επιλογή είναι ο ευθειασμός του πέους με την τοποθέτηση ραμμάτων στην αντίθετη πλευρά του σηραγγώδους σώματος που είναι υγιές. Αυτή η μέθοδος έχει το μειονέκτημα της απώλειας μήκους του πέους, αν και αυτό δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τους περισσότερους ασθενείς.
«Όσον αφορά στις ψυχολογικές επιπτώσεις και στη διατάραξη των σεξουαλικών σχέσεων με τη σύντροφο, καλό είναι οι ασθενείς να είναι ανοιχτοί και ειλικρινείς σχετικά με τη νόσο και τα συναισθήματα που βιώνουν. Με την υποστήριξή της, ίσως και με τη συμβολή ψυχολόγου, μπορεί να αντιμετωπιστεί κάθε αίσθημα ανασφάλειας ή στρες μέχρι να ιαθεί οριστικά η πάθηση», καταλήγει ο δρ Λιβάνιος.
Διαβάστε επίσης
Είναι εφικτός ο ασφαλής θηλασμός μετά από καρκίνο του μαστού;