Ο αστιγματισμός συγκαταλέγεται στα πιο συχνά διαθλαστικά σφάλματα της όρασης και, σύμφωνα με τα νεότερα δεδομένα, αποτελεί για τους περισσότερους ανθρώπους μια υπαρκτή, συχνά αδιάγνωστη, κατάσταση. Οι ειδικοί εξηγούν ότι το σχήμα του κερατοειδούς σπάνια είναι απολύτως σφαιρικό, γεγονός που καθιστά τον ήπιο αστιγματισμό σχεδόν αναμενόμενο από τη γέννηση.
Τι δείχνουν οι μετρήσεις και πότε γίνεται αντιληπτός
Στους περισσότερους, ο αστιγματισμός κυμαίνεται μεταξύ 0,5 και 0,75 βαθμών, επίπεδα που συνήθως δεν προκαλούν συμπτώματα. Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου ξεπερνά τη μιάμιση διοπτρία, η όραση γίνεται θολή και τα αντικείμενα παραμορφώνονται ανάλογα με την κατεύθυνση του φωτός. Αυτό οδηγεί συχνά στην ανάγκη για διορθωτικά γυαλιά ή φακούς επαφής.
Ο χειρουργός-οφθαλμίατρος δρ Αναστάσιος Κανελλόπουλος σημειώνει ότι ο αστιγματισμός δεν είναι κάτι που «εμφανίζεται» ξαφνικά με την πάροδο της ηλικίας. Αντιθέτως, ορίζεται ήδη από την εμβρυϊκή περίοδο, καθώς «ο κερατοειδής είναι ο μοναδικός ιστός του σώματος που γεννιέται σχεδόν με το τελικό του σχήμα». Η εντύπωση ότι προκύπτει αργότερα σχετίζεται με το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι χρειάζονται για πρώτη φορά γυαλιά στην εφηβεία ή μετά την ενηλικίωση, όταν αυξάνονται οι οπτικές τους απαιτήσεις.
Πότε αλλάζει πραγματικά ο αστιγματισμός
Η μοναδική περίπτωση κατά την οποία ο αστιγματισμός μπορεί να μεταβληθεί σημαντικά είναι ο κερατόκωνος, μια σπάνια πάθηση του κερατοειδούς που προκαλεί παραμόρφωση και προοδευτική επιδείνωση της όρασης. Τραυματισμοί, επεμβάσεις ή λοιμώξεις μπορούν επίσης να μεταβάλουν το σχήμα του ματιού, όχι όμως συνήθειες όπως η πολύωρη χρήση οθονών ή το διάβασμα σε χαμηλό φωτισμό.
Οριζόντιος και κάθετος αστιγματισμός έχουν παρόμοια συμπτώματα: θολή όραση σε κοντινές και μακρινές αποστάσεις, κόπωση των ματιών και πονοκεφάλους.
Θεραπευτικές επιλογές και σύγχρονες τεχνικές
Τα γυαλιά και οι φακοί επαφής διορθώνουν τα συμπτώματα, αλλά δεν αλλάζουν τη βασική αιτία, δηλαδή το ελλειψοειδές σχήμα του κερατοειδούς. Οι μόνες θεραπείες που αντιμετωπίζουν οριστικά το πρόβλημα είναι οι διαθλαστικές επεμβάσεις με λέιζερ, όπως η LASIK και η φωτοδιαθλαστική κερατεκτομή. Σε ηλικιωμένους με καταρράκτη, ο αστιγματισμός μπορεί να διορθωθεί ταυτόχρονα με την επέμβαση.
Σύμφωνα με τον δρ Κανελλόπουλο, «οι σύγχρονες τεχνικές λέιζερ επιτρέπουν την ακριβή τροποποίηση της δύναμης του κερατοειδούς, χωρίς να επηρεάζεται η υγεία του ματιού, προσφέροντας καθαρή όραση και απαλλαγή από τη χρήση γυαλιών».
Με βάση τα σημερινά δεδομένα, ο αστιγματισμός δεν αποτελεί σημάδι γήρανσης, αλλά ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό του ματιού που, εφόσον χρειαστεί, μπορεί πλέον να διορθωθεί με ασφάλεια και υψηλή ακρίβεια.
photo shutterstock


















