Η μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα (NASH), κοινώς γνωστή ως λιπώδες ήπαρ, είναι μια προοδευτική ηπατική νόσος που χαρακτηρίζεται από συσσώρευση λίπους στα κύτταρα του ήπατος.
Ένα λιπώδες ήπαρ δεν δίνει συμπτώματα, τουλάχιστον για πολλά χρόνια και επομένως η διάγνωση της νόσου στηρίζεται σε εξετάσεις αίματος, όπου ανευρίσκονται αυξημένα ηπατικά ένζυμα και σε υπερηχογράφημα ήπατος που αναδεικνύει την εναπόθεση λίπους στο ήπαρ. Η ίδια η λιπώδης διήθηση μπορεί να εξελιχθεί σε φλεγμονή του ήπατος, μια κατάσταση που ονομάζουμε στεατοηπατίτιδα.
Η χρόνια φλεγμονή, με τη σειρά της, μπορεί να συντελέσει σε δομικές καταστροφές του ήπατος όπως ίνωση και ουλές που σταδιακά οδηγούν σε κίρρωση, μια μη αναστρέψιμη συνήθως κατάσταση που μπορεί να απαιτεί μεταμόσχευση. Επίσης, σε μερικούς ασθενείς με λιπώδη διήθηση μπορεί να αναπτυχθεί καρκίνος του ήπατος.
Δεν υπάρχει μέχρι σήμερα κάποια φαρμακευτική αγωγή για το λιπώδες ήπαρ
Μέχρι προσφάτως, δεν υπήρχε κάποια φαρμακευτική αγωγή, η οποία αποδεδειγμένα να αντιστρέφει τη λιπώδη διήθηση και η μόνη αντιμετώπιση της νόσου ήταν η μείωση του σωματικού βάρους, συνήθως με την υιοθέτηση του μεσογειακού προτύπου διατροφής.
Ήπαρ και θυρεοειδής
Οι θυρεοειδικές ορμόνες μέσω ενεργοποίησης των β-υποδοχέων τους (THR-β) παίζουν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του ήπατος και ιδιαίτερα για την μείωση του λίπους στο ήπαρ.
Έχει διαπιστωθεί ότι ασθενείς με μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα (NASH) έχουν μειωμένη δραστικότητα των υποδοχέων THR-β στο ήπαρ. Πάνω σε αυτές τις γνώσεις στηρίχτηκε η χορήγηση της φαρμακευτικής ουσίας resmetirom, η οποία ενεργοποιεί τους υποδοχείς THR-β στο ήπαρ για την θεραπευτική αντιμετώπιση της NASH.
Προσφάτως δημοσιεύτηκε στο σημαντικότερο διεθνές επιστημονικό περιοδικό New England Journal of Medicine μελέτη, η οποία έδειξε ότι το resmetirom βελτίωσε την ηπατική ίνωση σε ασθενείς με NASH. Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σταυρούλα (Λίνα) Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Παθολόγος, Καθηγήτρια Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (τ. Πρύτανης ΕΚΠΑ, Καθηγητής Ογκολογίας-Αιματολογίας και Διευθυντής της Θεραπευτικής Κλινικής) συνοψίζουν τα κύρια σημεία της μελέτης αυτής.
Πρόκειται για κλινική δοκιμή φάσης 3 που περιλαμβάνει ενήλικες με επιβεβαιωμένη με βιοψία NASH και σημαντική ίνωση, δηλαδή ασθενείς οι οποίοι είχαν αυξημένη πιθανότητα να αναπτύξουν κύρωση του ήπατος. Οι ασθενείς χωρίστηκαν τυχαία σε αναλογία 1:1:1 για να λάβουν resmetirom 1 φορά την ημέρα σε δόση 80 mg ή 100 mg ή εικονικό φάρμακο. Αξιολογήθηκαν τα αποτελέσματα ως και 52 εβδομάδες μετά.
Συνολικά, 966 ασθενείς συμμετείχαν (322 στην ομάδα resmetirom 80 mg, 323 στην ομάδα resmetirom 100 mg και 321 στην ομάδα εικονικού φαρμάκου). NASH χωρίς επιδείνωση της ίνωσης επιτεύχθηκε στο 25,9% των ασθενών στην ομάδα των 80 mg και στο 29,9% των ασθενών στην ομάδα των 100 mg resmetirom συγκριτικά με το 9,7% των ασθενών στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου (p<0,001 και για τις δύο συγκρίσεις).
Βελτίωση της ίνωσης κατά τουλάχιστον ένα στάδιο επιτεύχθηκε σε 24,2% των ασθενών στην ομάδα των 80 mg resmetirom και στο 25,9% των ασθενών στην ομάδα των 100 mg resmetirom, συγκριτικά με το 14,2% αυτών στην ομάδα εικονικού φαρμάκου (p<0,001 και για τις δύο συγκρίσεις).
Η αλλαγή στα επίπεδα της LDL χοληστερόλης από την έναρξη ως την εβδομάδα 24 ήταν -13,6% στην ομάδα 80 mg resmetirom και -16,3% στην ομάδα 100 mg resmetirom συγκριτικά με 0,1% στην ομάδα εικονικού φαρμάκου (p<0,001 και για τις δύο συγκρίσεις).
Συμπερασματικά, τόσο η δόση των 80 mg όσο και η δόση των 100 mg του resmetirom είχαν ως αποτέλεσμα σε 50% των ασθενών να διαπιστωθεί εξάλειψη ή σημαντική βελτίωση της ίνωσης μετά από θεραπεία 52 εβδομάδων.
Επιπλέον, σε περισσότερο από 80% των ασθενών διαπιστώθηκε ότι η ίνωση δεν παρουσίασε επιδείνωση. Στους περισσότερους ασθενείς, τα ηπατικά ένζυμα βελτιώθηκαν καθώς και τα επίπεδα της χοληστερόλης. Τα αποτελέσματα αυτά είναι αισιόδοξα για την πιθανότητα έγκρισης φαρμακευτικής θεραπείας για ένα πολύ συχνό νόσημα, το λιπώδες ήπαρ, που δεν έχει ακόμη εγκεκριμένη αγωγή. Αναδεικνύουν επίσης εκ του θεραπευτικού αποτελέσματος τη σημαντική σχέση της θυρεοειδικής λειτουργίας με τη νόσο. Πράγματι, τα ποσοστά κλινικού και υποκλινικού υποθυρεοειδισμού είναι μεγαλύτερα σε άτομα με λιπώδες ήπαρ, ενώ αντίστοιχα τα άτομα με υποθυρεοειδισμό έχουν μεγάλη πιθανότητα να παρουσιάζουν λιπώδες ήπαρ.
Μέχρι να έχουμε διαθέσιμη κάποια νέα θεραπεία, όπως το resmetirom, θα πρέπει να στοχεύουμε τουλάχιστον σε άριστη ρύθμιση της θυρεοειδικής λειτουργίας των ατόμων με λιπώδες ήπαρ.
Διαβάστε επίσης
ΦΣΑ: Έως και 80% η αύξηση στη συμμετοχή των ασφαλισμένων σε πάνω από 1700 γενόσημα φάρμακα
Τι πρέπει να ξέρετε για τις έτοιμες σάλτσες και ποιοι πρέπει να τις απολαμβάνουν με μέτρο