Τα άτομα με δυσφορία φύλου μπορεί να μην έχουν την κοινωνική υποστήριξη που χρειάζονται, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Journal of Sexual Medicine.
Είναι επίσης πιο πιθανό να έχουν ψυχιατρικές διαταραχές σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, ανέφεραν οι συγγραφείς.
Δυσφορία φύλου βιώνει ένας άνθρωπος εξ αιτίας της σύγκρουσης μεταξύ του φύλου με το οποίο χαρακτηρίστηκε αμέσως μετά την γέννηση του και το φύλο με το οποίο νοιώθει πως ταυτίζεται.
Για παράδειγμα, ένα άτομο που γεννήθηκε και μεγάλωσε ως άνδρας μπορεί στην πραγματικότητα να αισθάνεται περισσότερο σαν γυναίκα, προτιμώντας δραστηριότητες και ρούχα που σχετίζονται με γυναίκες. Όταν αυτή η αναντιστοιχία προκαλεί δυσφορία (όπως συναισθήματα απογοήτευσης, κατάθλιψης ή άγχους), το άτομο μπορεί να διαγνωστεί με δυσφορία φύλου. Πολλοί άνθρωποι αναζητούν ιατρική βοήθεια που επιβεβαιώνει το φύλο, με την πρόθεση της μετάβασης από το ένα φύλο στο άλλο.
Τα άτομα συχνά με δυσφορία φύλου αντιμετωπίζουν κοινωνικό στίγμα, τρανσφοβία και διακρίσεις στην καθημερινή τους ζωή. Το άγχος μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη σωματική και ψυχική ευεξία και η κοινωνική υποστήριξη είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση.
Σε αυτή τη μελέτη, οι ερευνητές διερεύνησαν την κοινωνική υποστήριξη σε μια ομάδα 50 ατόμων που ζήτησαν να κάνουν αλλαγή φύλου σε ένα ιατρικό κέντρο στην Τουρκία. Μια άλλη ομάδα 50 ατόμων ίδια ηλικίας και φύλου συμμετείχαν ως ομάδα ελέγχου. Η μέση ηλικία και για τις δύο ομάδες ήταν 27 χρόνια και το 36% αναγνωρίστηκε ως γυναίκα.
Οι ερευνητές πήραν συνέντευξη από κάθε συμμετέχοντα σχετικά με το ψυχιατρικό ιστορικό τους. Οι συμμετέχοντες παρείχαν επίσης κοινωνικές και δημογραφικές πληροφορίες και ολοκλήρωσαν το εργαλείο αξιολόγησης της Πολυδιάστατης Κλίμακας της Κοινωνικής Υποστήριξης (MSPSS), το οποίο αξιολογεί την υποστήριξη από οικογένεια, φίλους και σημαντικούς άλλους.
Στην ομάδα των ατόμων που ένιωθαν να ανήκουν στο αντίθετο φύλο, οι συμμετέχοντες είχαν εκφράσει τη δυσφορία που ένιωθαν για το φύλο τους σε συγγενείς. Όλοι τους είχαν μιλήσει τουλάχιστον σε έναν συγγενή. Περίπου το ένα τέταρτο είχε συζητήσει τα συναισθήματά τους με τους γονείς και τα αδέλφια τους. Το 6% είχε μιλήσει μόνο στη μητέρα και τα αδέλφια. Περίπου το 58% είχε συζητήσει την ταυτότητα του φύλου τους με όλους τους συγγενείς τους. Πάνω από τα τρία τέταρτα είχαν μοιραστεί την ταυτότητά τους με φίλους.
Οι ψυχιατρικές διαταραχές ήταν πιο συχνές μεταξύ των ατόμων με δυσφορία φύλου. Με βάση τα αποτελέσματα της συνέντευξης, περίπου το 84% πληρούσε τα κριτήρια για τουλάχιστον μία διαταραχή, σε σύγκριση με το 18% της ομάδας ελέγχου. Η μείζονος κατάθλιψη ήταν η πιο κοινή διαταραχή, η οποία επηρέασε το 78% των ατόμων της ομάδας με δυσφορία φύλου και το 16% των ατόμων της ομάδας ελέγχου.
Το ποσοστό των προσπαθειών αυτοκτονίας κατά τη διάρκεια της ζωής ήταν υψηλότερο στην ομάδα των ατόμων της ομάδας με δυσφορία φύλου. Περίπου το 32% είχε επιχειρήσει να αυτοκτονήσει, σε σύγκριση με το 2% της ομάδας ελέγχου.
Στην Κλίμακα MSPSS για την Κοινωνική Υποστήριξη, οι συνολικές βαθμολογίες ήταν χαμηλότερες για την ομάδα των ατόμων της ομάδας με δυσφορία φύλου, γεγονός που υποδηλώνει λιγότερη κοινωνική υποστήριξη.
Συνολικά, η έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης είναι «ένα ζωτικό πρόβλημα δημόσιας υγείας», ανέφεραν οι συγγραφείς.
«Τα παρόντα ευρήματα επιβεβαιώνουν τη σχετική ανεπάρκεια στην κοινωνική υποστήριξη, η οποία έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει το στιγματισμό και τις διακρίσεις σε άτομα με δυσφορία φύλου» πρόσθεσαν.
Οι γιατροί που εργάζονται με την κοινότητα των τρανσέξουαλ πρέπει να βοηθήσουν τους ασθενείς τους, να βρουν και να αναπτύξουν δίκτυα κοινωνικής υποστήριξης, κατέληξαν.
Πηγή: issm