Οι «μεγάλες προσδοκίες» των γονέων… Ένα παιδί γεννιέται με μια ευχή «να ζήσει» και με χιλιάδες προσδοκιές. «Να μοιάζει στον μπαμπά του», «να πάρει τα μάτια της μαμάς», «να είναι καλόβολο, να τρώει αρκετά».
Από την ώρα-0 ένα παιδί φέρει το βαρύ φορτίο των προσδοκιών των γονιών του. Το παιδί μας περιμένουμε να μιλήσει πρώτο, να αρθρώσει καθαρά, να περπατήσει νωρίς και γενικώς όλα να τα κάνει σωστά και γρήγορα. Αν αυτό συμβεί, είμαστε ευτυχείς, ενημερώνουμε και ολόκληρο το σόι για τα χαρίσματά του και περιμένουμε τα επόμενα κατορθώματα. Αν όχι, ξεκινάει να μας σιγοτρώει το άγχος, ψάχνουμε, διαβάζουμε, ρωτάμε και περιμένουμε, λέει η Μαίρη Μαρκογιαννάκη (*).
Στα πρώτα δείγματα του χαρακτήρα του συνταιριάζουμε συμπεριφορές με αυτές των οικείων. «Είναι πεισματάρης σαν τον μπαμπά του, έχει το μουσικό αφτί του παππού της».
Γονεϊκές ματαιώσεις
Και κάπως έτσι εκδηλώνονται και οι πρώτες ματαιώσεις για τους γονείς. «Πώς γίνεται να δυσκολεύεται στα μαθήματα; Αφού και οι δυο γονείς ήμασταν άριστοι μαθητές». «Τι εννοείτε ότι δεν του αρέσει το ποδόσφαιρο και προτιμάει τον χορό; Αφού παίζαμε από μικροί ποδόσφαιρο και του άρεσε». Και άλλα τέτοια.
Προσδοκία. Αυτό το οποίο αναμένω. Και πότε εγώ ανάμενω; Όταν έχω δώσει, προσφέρει, επενδύσει, καλλιεργήσει και περιμένω να αντλήσω τους καρπούς των κόπων μου. Θεμιτό; Ως ένα σημείο, ναι. Η προσδοκία του γονέα θέλουμε να «παιδεύει» το παιδί με την πρώτη, την αρχική σημασία του ρήματος. «Παίδευση» ως κινητοποίηση, επιδοκιμασία, ενθάρρυνση για να να προοδεύει, να θέτει στόχους, να μην εγκαταλείπει, να επιθυμεί να γίνει η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. «Ξέρω ότι μπορείς να τα καταφέρεις», ή αλλιώς η θετική όψη της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας».
Όταν κοιτάμε στα μάτια το παιδί μας με καμάρι, όταν έχουμε πίστη στις δυνάμεις του, εκείνο αντλεί αγάπη και αποδοχή που μετουσιώνει σε αυτοπεποίθηση και έργο.
Κι αν δεν τα καταφέρει, δεν πειράζει. Η αποτυχία είναι στο πρόγραμμα. Και δεν μας ματαιώνει. Αυτή είναι η προσδοκία που δίνει κίνητρο στο παιδί να προσπαθεί κάθε φορά. Και δεν προσπαθεί ΓΙΑ μας, αλλά προσπαθεί ΜΕ μας στο πλάι του.
Η άλλη όψη της προσδοκίας
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη της προσδοκίας. Αυτή που τρέφει τον εγωισμό του γονέα. Δυσκολευόμαστε να δεχτούμε πως η αγάπη του γονέα μπορεί να εκφράζεται με όρους ανταπόδοσης. Κι όμως συμβαίνει, συνειδητά ή υποσυνείδητα. Περιμένουμε πολλά απ’ τα παιδιά μας κι ας μην το παραδεχόμαστε πάντοτε. Μάλιστα θεωρούμε πως η πρόθεσή μας είναι αγνή, ανιδιοτελής, «για το καλό τους». Αλλά τότε γιατί ό,τι περιμένουμε από τα παιδιά μας συνήθως έχει σχέση με εμάς τους ίδιους;
Γιατί αναμένουμε από το παιδί μας να είναι καλό σε ό,τι είμαστε/ήμασταν ή θεωρούμε σημαντικό εμείς ή το ωθούμε να επιτύχει σε ό,τι εμείς αποτύχαμε; Δεν είναι κάπως άδικο για το πλασματάκι που ξεκινάει τώρα τη ζωή του να αναμένεται να ζήσει τη ζωή που σχεδίασε κάποιος άλλος;
Προσοχή λοιπόν στην προσδοκία που «παιδεύει» το παιδί, με τη σημασία του όρου όπως χρησιμοποιείται σήμερα. Είναι η προσδοκία που πίσω από την παρότρυνση κρύβει την απαίτηση. «Κουνάει το δάχτυλο», συγκρίνει, κατευθύνει σύμφωνα με τα δικά μας «θέλω». Και εν τέλει περιορίζει τις επιλογές και τις δυνατότητες του παιδιού μας.
Είναι η προσδοκία που απογοητεύει τον γονέα όταν δεν εκπληρώνεται, προκαλεί άγχος στο παιδί, γεννά αισθήματα μειονεξίας εκατέρωθεν και τελικά τροφοδοτεί μια αέναη προσπάθεια του παιδιού να ικανοποιεί τον γονέα.
Τι γίνεται στην εφηβεία;
Όταν δε η προσδοκία δρα ψυχοπιεστικά επί μακρόν κατά την παιδική ηλικία, συχνά παρατηρούνται τα αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα στην εφηβεία και την πρώτη ενηλικίωση. Αντιδραστικότητα και καταρχήν απόρριψη των υποδείξεων και επιθυμιών των γονέων.
Το κάθε παιδί διαμορφώνει την πρώτη εικόνα εαυτού μέσα από το καθρέφτισμά του στα μάτια των γονιών του. Αν η προσδοκία μας είναι έξω από την πραγματικότητα του παιδιού μας, τότε εκείνο βλέπει στα μάτια μας έναν «άλλο», τον οποίο πρέπει να φτάσει και εξαιτίας του οποίου αισθάνεται άσχημα για το ποιος είναι.
Κατ’ αντιστοιχία, υπάρχουν γονείς που τροφοδοτούνται κατά υπερβολικό και στρεβλό τρόπο μέσα από τα επιτεύγματα των παιδιών τους. Επιβεβαιώνεται ο ρόλος τους ως «καλών γονέων» στον κοινωνικό τους περίγυρο και τελικά «φορτώνουν» τα παιδιά τους με προσδοκίες μιας ζωής που ενδεχομένως οι ίδιοι δεν κατάφεραν να ζήσουν.
Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα θέσουμε έναν στόχο με το παιδί μας, είναι σημαντικό να «αφουγκραστούμε» τις επιθυμίες του και να διασφαλίσουμε πως ο πήχυς ορίζεται από τη δική του ανάγκη και όχι τη δική μας προσδοκία. Ας μην ξεχνάμε ότι οι προσδοκίες μας είναι δικές μας, τα παιδιά μας όμως όχι.
(*) Η Μαίρη Μαρκογιαννάκη εργάζεται ως φιλόλογος σε δημόσιο Γυμνάσιο της Αθήνας, έχει εξειδικευτεί σε ζητήματα ειδικής αγωγής και εφηβικής υγείας