Οι προστατευτικές μάσκες προσώπου είναι απαραίτητες για να μειωθεί η διασπορά του νέου κορωνοϊού, αλλά η χρήση τους επί πολλές ώρες συνεχόμενα μπορεί να έχει μία απρόσμενη παρενέργεια
Όπως αναφέρουν επιστήμονες από Ευρώπη και ΗΠΑ, αυξάνονται οι ασθενείς με συμπτώματα ξηρότητα και έντονης ενόχλησης ή και πόνου στα μάτια.
Μάλιστα υπάρχει και ειδικός ιατρικός όρος για να περιγράψει την κατάσταση: προκαλούμενη από τη μάσκα οφθαλμική ξηρότητα (MADE: Mask-associated dry eye).
«Πολλοί ασθενείς μας με προϋπάρχουσα ξηροφθαλμία αναφέρουν επιδείνωση των συμπτωμάτων τους, ενώ άνθρωποι που έως τώρα δεν είχαν πρόβλημα, νιώθουν ενοχλήματα στα μάτια και θολώνει η όρασή τους, ιδιαίτερα όταν διαβάζουν ή χρησιμοποιούν για ώρες ψηφιακές συσκευές, φορώντας τη μάσκα τους».
Επιστήμονες από το Τμήμα Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου Magna Graecia, στο Καταντζάρο της Ιταλίας, δημοσίευσαν μελέτη με 107 τυχαία επιλεγμένους φοιτητές της Ιατρικής Σχολής.
Οι 11 από αυτούς (ποσοστό 10,3%) ανέφεραν ότι μετά τη χρήση μάσκας έχουν παρουσιάσει ενοχλητικά συμπτώματα στα μάτια ή έχουν επιδεινωθεί αυτά που ήδη είχαν, ενώ άλλοι 21 (το 19,6%) είπαν ότι καθημερινά χρειάζονται υποκατάστατα δακρύων.
Οι ερευνητές, που δημοσίευσαν την μελέτη τους στο ιατρικό περιοδικό Graefe’s Archive for Clinical & Experimental Ophthalmology, αποδίδουν το φαινόμενο στην μετατόπιση της μάσκας ή στο ότι δεν ταιριάζει πάντοτε σωστά στο πρόσωπό μας. Αυτό έχει ως συνέπεια να διαχέεται ο αέρας της εκπνοής προς τα μάτια, προκαλώντας γρήγορη εξάτμιση των δακρύων και αφήνοντας τα μάτια δίχως το φυσικό λιπαντικό τους.
Πιο πρόσφατα ακόμα, επιστήμονες από το Τμήμα Οφθαλμολογίας & Οπτικών Επιστημών του Οφθαλμολογικού Κέντρου John A. Moran στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα, δημοσίευσαν άρθρο που αναφέρει ότι ο σχετιζόμενος με τη χρήση μάσκας ερεθισμός της επιφάνειας των ματιών μπορεί να έχει έναν πρόσθετο κίνδυνο: να αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης του κορωνοϊού μέσω των ματιών.
Η Αμερικανική Ακαδημία Οφθαλμολογίας (ΑΑΟ) ήδη από τον Φεβρουάριο είχε αναφέρει ότι μία πιθανή οδός μετάδοσης του κορωνοϊού είναι μέσω του βλεννογόνου των ματιών. Όταν αυτός είναι ξηρός, ερεθισμένος ή/και τον τρίψουμε με μολυσμένα χέρια, μπορεί να μολυνθεί από τον κορωνοϊό ή οποιοδήποτε άλλο παθογόνο.
Επομένως, «ο έλεγχος της ξηρότητας και του ερεθισμού έχει μεγάλη σημασία για όσους χρησιμοποιούν παρατεταμένα τις μάσκες», γράφουν οι επιστήμονες της Γιούτα στο ιατρικό περιοδικό Opthalmology and Therapy.
«Η ξηροφθαλμία εκδηλώνεται με ενοχλήσεις στα μάτια (σαν να υπάρχει σκουπιδάκι), έντονο κοκκίνισμα και θόλωμα της όρασης», λέει ο δρ Κανελλόπουλος. «Οι πιθανές αιτίες της είναι πολλές. Άλλες από αυτές σχετίζονται με τα μάτια καθαυτά και άλλες με συστηματικά νοσήματα, την ηλικία, το φύλο ή τη λήψη φαρμάκων. Υπάρχουν όμως και παράγοντες του τρόπου ζωής που την ευνοούν. Η υπερβολική χρήση ψηφιακών συσκευών (λάπτοπ, smartphones κ.λπ.), η φτωχή ποιότητα του αέρα στους εσωτερικούς χώρους, η ρύπανση του αέρα, ακόμα και οι συνθήκες που οδηγούν σε γρήγορη εξάτμιση των δακρύων (όπως ο δυνατός κλιματισμός στον χώρο ή το να κάθεται κάποιος στη ροή ενός ανεμιστήρα) είναι μερικοί από αυτούς τους παράγοντες. Σε αυτούς φαίνεται πως πρέπει να προστεθούν και οι μάσκες προσώπου, όταν δεν τοποθετούνται σωστά και αφήνουν τα μάτια εκτεθειμένα στην αναπνοή μας».
Πόσο πιθανό είναι όμως να συμβεί αυτό;
Την απάντηση έχουν όσοι φορούν γυαλιά, οι οποίοι συχνά τα βλέπουν να θολώνουν όταν αναπνέουν στη μάσκα τους. Όταν λοιπόν κάποιος χρησιμοποιεί με τις ώρες τη μάσκα του, η επαναλαμβανόμενη εξάτμιση των δακρύων μπορεί να οδηγήσει σε ξηρά σημεία στην επιφάνεια του οφθαλμού.
Ανάλογος κίνδυνος, όμως, υπάρχει και όταν η μάσκα τοποθετείται πολύ ψηλά προς τα μάτια, με συνέπεια να εμποδίζει το βλεφάρισμα. «Το ατελές βλεφάρισμα μπορεί να προκαλέσει αστάθεια στη δακρυϊκή στοιβάδα», εξηγεί ο δρ Κανελλόπουλος.
Οι ευάλωτες ομάδες
Παρότι τα επιστημονικά δεδομένα είναι ακόμα ελλιπή, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι κάποιες πληθυσμιακές ομάδες θα μπορούσαν να είναι πιο ευάλωτες την ανάπτυξη ξηροφθαλμίας από τη χρήση μάσκας.
Τέτοιες ομάδες είναι, π.χ., οι ηλικιωμένοι (παρουσιάζουν εκ φύσεως μειωμένη παραγωγή δακρύων), οι χρήστες φακών επαφής (ο φακός μπορεί να διαταράξει το δακρυϊκό στρώμα, αυξάνοντας τον κίνδυνο ξηροφθαλμίας αν η μάσκα εξωθεί τον αέρα προς τα μάτια) και όσοι εργάζονται ή διαβάζουν με τις ώρες σε ψηφιακές συσκευές φορώντας μάσκα (αυτή είναι μία αυξανόμενη τάση κατά την πανδημία).
Ευτυχώς, με μερικά απλά μέτρα μπορεί να αντιμετωπιστεί το όλο πρόβλημα, τονίζει ο δρ Κανελλόπουλος. «Το πρώτο βήμα είναι να γίνει μια αξιολόγηση από τον οφθαλμίατρο, ώστε να επιβεβαιωθεί η ξηροφθαλμία και η αιτία της. Ύστερα, ο πάσχων πρέπει να βεβαιωθεί ότι φορά σωστά τη μάσκα, ειδικά αν φορά και γυαλιά (διορθωτικά ή ηλίου)», λέει. «Πρέπει ακόμα να βεβαιωθεί ότι η μάσκα δεν παρεμποδίζει το βλεφάρισμα. Η χρήση τεχνητών δακρύων μπορεί να καταπραΰνει τα συμπτώματα. Ο οφθαλμίατρος μπορεί να συστήσει το κατάλληλο προϊόν για κάθε ασθενή, με βάση το ιατρικό ιστορικό του. Απαραίτητο είναι ακόμα να περιορίζεται όσο είναι δυνατόν η παραμονή σε κλιματιζόμενο ή με αέρα χώρο όταν φοράει το άτομο μάσκα, καθώς και να γίνονται τακτικά διαλείμματα κατά τη χρήση ψηφιακών συσκευών».
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που δεν πρέπει να κάνουν οι πάσχοντες είναι να πετάξουν τις μάσκες. «Οι μάσκες αποτελούν προς το παρόν ένα από τα κύρια μέτρα προστασίας εναντίον του κορωνοϊού. Ήρθαν απότομα στη ζωή μας και φαίνεται πως θα μείνουν για αρκετό καιρό», τονίζει ο καθηγητής. «Πρέπει λοιπόν να τις φοράμε, τηρώντας ταυτοχρόνως και τα άλλα μέτρα προστασίας. Όσο για την ξηροφθαλμία, αυτή ευτυχώς μπορεί στις περισσότερες περιπτώσεις να αντιμετωπιστεί».