Η καύση λίπους παραμένει ένας από τους βασικούς στόχους όσων προσπαθούν να χάσουν βάρος, με τον μεταβολισμό να βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο της συζήτησης. Ανάμεσα στις πιο διαδεδομένες συμβουλές ξεχωρίζει η άποψη ότι όσο πιο συχνά τρώμε μέσα στην ημέρα, τόσο περισσότερο «δουλεύει» ο μεταβολισμός. Είναι όμως πράγματι έτσι ή πρόκειται για έναν ακόμη διατροφικό μύθο;
Για δεκαετίες, τα μικρά και συχνά γεύματα θεωρούνταν σχεδόν προϋπόθεση για αποτελεσματική καύση λίπους. Η λογική βασίστηκε στη θερμική επίδραση της τροφής, δηλαδή στην ενέργεια που καταναλώνει ο οργανισμός για να χωνέψει. Στην πράξη, όμως, οι σύγχρονες μελέτες δείχνουν ότι ο συνολικός αριθμός θερμίδων και η σύσταση των γευμάτων έχουν μεγαλύτερη σημασία από το πόσες φορές τρώμε.
Καύση λίπους και ορμονικός μηχανισμός
Η καύση λίπους δεν εξαρτάται μόνο από τις θερμίδες, αλλά και από τις ορμόνες. Κάθε φορά που τρώμε, αυξάνονται τα επίπεδα ινσουλίνης, μιας ορμόνης που, όταν παραμένει υψηλή για μεγάλο μέρος της ημέρας, μπορεί να εμποδίσει τη λιπόλυση. Τα πιο αραιά γεύματα ή τα μεγαλύτερα διαστήματα χωρίς τροφή φαίνεται ότι επιτρέπουν στον οργανισμό να περάσει πιο εύκολα σε φάση καύσης λίπους, ειδικά σε άτομα με αντίσταση στην ινσουλίνη.
Παρά τα παραπάνω, τα συχνά γεύματα δεν είναι απαραίτητα επιβαρυντικά. Σε άτομα που δυσκολεύονται να ελέγξουν την πείνα ή έχουν έντονη καθημερινή δραστηριότητα, μπορεί να βοηθούν στη σταθεροποίηση του σακχάρου και στην αποφυγή υπερφαγικών επεισοδίων. Ωστόσο, δεν εγγυώνται από μόνα τους αυξημένη καύση λίπους, αν δεν υπάρχει θερμιδικό έλλειμμα.
Μικρά και συχνά γεύματα – Πλεονεκτήματα και περιορισμοί
Ο καθηγητής James Betts, ειδικός στον μεταβολισμό και τη φυσιολογία της άσκησης στο University of Bath, επισημαίνει ότι «η καύση λίπους σχετίζεται περισσότερο με το πότε και πόσο τρώμε συνολικά, παρά με το πόσες φορές. Τα μεγάλα διαστήματα χωρίς πρόσληψη ενέργειας επιτρέπουν στον οργανισμό να χρησιμοποιήσει τα αποθέματα λίπους πιο αποτελεσματικά».
Η συχνότητα των γευμάτων δεν αποτελεί μαγικό κλειδί για την καύση λίπους. Ο μεταβολισμός επηρεάζεται κυρίως από την ποιότητα της διατροφής, την πρόσληψη πρωτεΐνης, τη σωματική δραστηριότητα και τον ύπνο. Το ιδανικό μοτίβο είναι εκείνο που μπορεί να ακολουθηθεί σταθερά, χωρίς εξαντλητικούς περιορισμούς, και που ταιριάζει στις ανάγκες και τον τρόπο ζωής κάθε ανθρώπου, σημειώνει ο καθηγητής.
photo shutterstock
Διαβάστε επίσης
Πώς ο μεταβολισμός του αλκοόλ στο σώμα, αυξάνει την πιθανότητα 3 μορφών καρκίνου
