Τα παιδιά έχοντας βιώσει τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, βιώνουν τον τελευταίο χρόνο την πρωτόγνωρη κατάσταση της πανδημίας η οποία έχει ανατρέψει όλα τα δεδομένα της μαθητικής τους ζωής.
Η καθημερινή ρουτίνα του σχολείου αντικαταστάθηκε με την τηλεκπαίδευση και με το καθημερινό ερώτημα “πότε θα ανοίξουν και πότε θα κλείσουν τα σχολεία”.
Η ρευστότητα που επικρατεί τον τελευταίο χρόνο στη λειτουργία της δια ζώσης εκπαίδευσης όπως είναι φυσικό έχει επιπτώσεις στην ψυχολογική κατάσταση των μαθητών.
Οι ανατροπές στη λειτουργία των σχολείων προκαλούν άγχος, εκνευρισμό και επιθετικότητα ακόμα και αν δεν είναι εμφανή τα συμπτώματα.
Η αβεβαιότητα αναφορικά με το αν και πότε θα ανοίξουν τα σχολεία αλλά και για το πόσο θα παραμείνουν ανοιχτά, αφήνει το στίγμα της στην ψυχολογία των παιδιών και εφήβων, διαμορφώνοντας μία κατάσταση γεμάτη στρες και εκνευρισμό, που σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί σε επιθετικές αντιδράσεις.
«Τα παιδιά έχουν την ανάγκη ενός σταθερού περιβάλλοντος και προγράμματος, το οποίο έχει ανατραπεί. Γενικά, είναι ευπροσάρμοστα, παρόλα αυτά η έλλειψη ρουτίνας και η αδυναμία εκτόνωσης προκαλεί εκνευρισμό, με αποτέλεσμα να γίνονται ευερέθιστα και πιο επιθετικά. Τα μικρά παιδιά δεν το συνειδητοποιούν και δεν μιλούν γι΄ αυτό, όμως η αναστάτωση που βιώνουν αποτυπώνεται στη συμπεριφορά τους, χωρίς καν να ξέρουν τι τους φταίει», εξηγεί η Παιδοψυχίατρος – Οικογενειακή Σύμβουλος Φρίντα Κωνσταντοπούλου.
Ειδική αναφορά κάνει στα παιδιά με διαταραχές αυτιστικού φάσματος, τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπα με μια τεράστια πρόκληση.
«Στα παιδιά με διαταραχές αυτιστικού φάσματος, η αλλαγή της ρουτίνας όχι μόνο δημιουργεί δυσκολίες, αλλά είναι ανυπόφορη και δεν μπορούν να τη διαχειριστούν. Το άνοιγμα – κλείσιμο των σχολείων είναι ιδιαίτερα δύσκολο γι’ αυτά αλλά και για τη λειτουργία ολόκληρης της οικογένειας», σημειώνει.
Κίνδυνος κατάθλιψης για τους εφήβους
Το γενικότερο κλίμα αστάθειας και αμφιβολίας που περιρρέει την καθημερινότητά μας τον τελευταίο χρόνο και το αίσθημα ότι ανά πάσα στιγμή όλα μπορεί να ανατραπούν, ενισχύει την ανασφάλεια των εφήβων για το μέλλον τους και κάνει ορατό τον κίνδυνο για την εμφάνιση αγχωδών διαταραχών και διαταραχών καταθλιπτικού τύπου.
«Για τους εφήβους η παρούσα κατάσταση ενισχύει την αβεβαιότητα για το μέλλον τους, που αποτελεί μεν ένα φυσιολογικό στάδιο, το οποίο όμως είχε ήδη ενταθεί κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και τώρα εντείνεται ακόμα περισσότερο, καθώς υπάρχει αβεβαιότητα για τα πάντα: για την υγεία τους, για την υγεία των οικογενειών τους, για τις συναναστροφές τους κλπ.
Όλο αυτό συνιστά μία συνθήκη την οποία δεν μπορούν να διαχειριστούν. Δεν είναι αυτό που έρχεται σταδιακά, ως φυσιολογική εξέλιξη, προσαρμόζονται και το διαχειρίζονται. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα έντονη και δεν είναι διαχειρίσιμη ούτε για τους ενήλικες», αναφέρει η ειδικός και εξηγεί:
«Αυτά τα παιδιά είναι σε μία ηλικία που θα έπρεπε να έχουν πολλά όνειρα για το μέλλον τους και για τη ζωή τους και αναγκάστηκαν να είναι καθηλωμένα σε μία πραγματικότητα που τα απογοητεύει, δίνοντας την εντύπωση πως ό,τι και να κάνουν δεν θα έχει νόημα. Αυτό είναι ένα καταθλιπτικό σύμπτωμα, το οποίο αν παγιωθεί θα οδηγήσει σε συναισθηματική διαταραχή».
Η κ. Κωνσταντοπούλου τονίζει ότι οι συνεχείς ανατροπές σχετικά με τη λειτουργία των σχολείων καθώς και η απογοήτευση και το αίσθημα της ματαιότητας, ενδέχεται να αποπροσανατολίσουν τα μεγαλύτερα παιδιά από τους στόχους τους και να επηρεάσουν την απόδοσή τους στο σχολείο, σε μια περίοδο της ζωής τους που είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για το μέλλον τους.
Kόπωση από το κλείσιμο των σχολείων
Το κλείσιμο των σχολείων για μεγάλα χρονικά διαστήματα έχει προκαλέσει μία κόπωση στα παιδιά όλων των ηλικιών, τα οποία στερήθηκαν, εκτός από τη διαδικασία της μάθησης, τις εξόδους τους και τις κοινωνικές επαφές τους.
«Πέρα από τη διαδικασία της μάθησης που προφανώς τη χρειάζονται, τα παιδιά, είτε είναι μικρά είτε μεγαλύτερα, έχουν ανάγκη την κοινωνικοποίηση που τους παρέχει το σχολείο. Το κοινωνικό κομμάτι είναι πολύ σημαντικό και δεν θα πρέπει να το υποτιμούμε», σημειώνει, τονίζοντας ότι αυτή η απομόνωση συνεπάγεται ένα μεγάλο κόστος για τα παιδιά που αυτή τη στιγμή μαθαίνουν να κοινωνικοποιούνται.
«Ως χώρα και ως κοινωνία δεν μπορούμε να εστιάζουμε σε ένα κομμάτι. Πρέπει να συνυπολογιστούν όλες οι παράμετροι και είναι προς τη σωστή κατεύθυνση η στελέχωση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας με ψυχίατρο», αναφέρει η κ. Κωνσταντοπούλου.
Η κατάχρηση των ηλεκτρονικών μέσων με οθόνες ήταν ένα πρόβλημα που προϋπήρχε και είχε μπει στο «μικροσκόπιο» των ειδικών πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας. Εντούτοις, στο πλαίσιο της υγειονομικής κρίσης έλαβε τεράστιες διαστάσεις, μαζί και οι κίνδυνοι που αυτή συνεπάγεται.
«Τα παιδιά βρίσκονται όλη την ημέρα μπροστά στις οθόνες. Και για τα μαθήματά τους και για τα φροντιστήριά τους, ακόμα και για άλλες δραστηριότητες όπως το μπαλέτο, αλλά και για την ψυχαγωγία τους, αφού δεν μπορούν να βγουν έξω.
Προσπαθούμε να τα βγάλουμε από τις οθόνες, αλλά τελικά οι συνθήκες αυτή τη στιγμή επιβάλλουν να είναι σε αυτές από το πρωί μέχρι το βράδυ», σημειώνει η ειδικός.
Παιδιά με δυσκολίες
Αναφερόμενη σε προϋπάρχοντα προβλήματα, η κ. Κωνσταντοπούλου, τονίζει ότι για τα παιδιά με διάσπαση προσοχής, ήταν αδιανόητο να παρακολουθήσουν τα διαδικτυακά μαθήματα, ενώ με το κλείσιμο των σχολείων, αυτά που αντιμετώπιζαν ήδη δυσκολίες στην επικοινωνία και την κοινωνική αλληλεπίδραση, έχουν υποτροπιάσει. Το ίδιο συνέβη και με τα παιδιά που πάσχουν από Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή, κυρίως όσον αφορά τους ψυχαναγκασμούς της υγείας και της υγιεινής.
«Η δουλειά που κάναμε για πολλούς μήνες ή και χρόνια, υποτροπίασε μέσα στον πρώτο 1 ½ μήνα. Κι αυτό συνέβη γιατί πλέον υπήρχε μία υπαρκτή δικαιολογία για να παραμείνουν στο σπίτι. Πριν ο κανόνας ήταν ότι ‘’προσπαθούμε να το αντιμετωπίσουμε’’. Μετά ο κανόνας έγινε ‘’μένουμε σπίτι’’», επισημαίνει η κα Κωνσταντοπούλου.
Αισιόδοξο μήνυμα
Το μήνυμα που πρέπει να περάσουν οι γονείς στα παιδιά πρέπει να είναι αισιόδοξο, πλην όμως ρεαλιστικό και να «καθρεφτίζει» την πραγματικότητα που βιώνουμε αλλά και την κατάληξη που προσδοκούμε.
«Η συμπεριφορά των παιδιών και η προσαρμοστικότητά τους εξαρτάται από το πώς αντιμετωπίζουν την κατάσταση οι μεγαλύτεροι και κυρίως οι γονείς. Εάν οι γονείς παρουσιάζουν μία κατάσταση ως τεράστια δυσκολία, έτσι θα την αντιμετωπίσουν και τα παιδιά.
Το μήνυμα θα πρέπει να είναι αισιόδοξο, αλλά να αντικατοπτρίζει και τις πραγματικές αβεβαιότητες, οι οποίες είναι κοινές για ολόκληρη την υφήλιο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι κανείς δεν μπορεί να διαβεβαιώσει τα παιδιά ότι όλα θα ευοδωθούν εύκολα και γρήγορα, μπορεί όμως να εκφράσει την ελπίδα ότι με τη βοήθεια της επιστήμης και την εφαρμογή των μέτρων θα καταφέρουμε σύντομα να βγούμε από αυτήν την πρωτοφανή υγειονομική κρίση», καταλήγει η κ. Κωνσταντοπούλου.