Μεγάλη μελέτη αποκαλύπτει πως 4 στους 10 ενήλικες Έλληνες έχουν αυξημένη αρτηριακή πίεση. Από αυτούς, περίπου το 1/3 είναι αδιάγνωστοι, ενώ λιγότεροι από το 1/3 έχουν καλή ρύθμιση υπό θεραπεία.
Τα συμπεράσματα προκύπτουν από εθνική επιδημιολογική μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 577 περιοχές σε όλη την επικράτεια για διάστημα 3 ετών.
Είναι η πρώτη επιδημιολογική μελέτη στην Ελλάδα η οποία περιέλαβε τυχαία επιλεγμένο δείγμα αντιπροσωπευτικό του γενικού πληθυσμού των ενηλίκων σε όλη την επικράτεια. Ως εκ τούτου, παρέχει τις πιο αξιόπιστες πληροφορίες για τον επιπολασμό, τη θεραπεία και τη ρύθμιση της υπέρτασης στην Ελλάδα.
Την υπογράφουν 12 επιστήμονες από τις ιατρικές σχολές της χώρας και τα συμπεράσματά της δημοσιεύονται στο τελευταίο τεύχος των «Αρχείων Ελληνικής Ιατρικής», της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών.
Συνολικά αναλύθηκαν 4.699 άτομα με μέση ηλικία τα 49,2 έτη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, ο επιπολασμός της υπέρτασης στην Ελλάδα ήταν 39,6%. Δηλαδή 4 στους 10 ενήλικες έχουν υπέρταση, (συστολική από 140 και πάνω, διαστολική από 90 και πάνω).
Η αυξημένη πίεση ήταν συχνότερη στους άνδρες (42,7%) σε σύγκριση με τις γυναίκες (36,5%).
Αδιάγνωστοι και αρρύθμιστοι
Από το σύνολο των υπερτασικών, 31,8% ήταν αδιάγνωστοι, 2,7% διαγνωσμένοι χωρίς θεραπεία, 35,1% είχαν αρρύθμιστη αρτηριακή πίεση υπό θεραπεία και 30,5% ρυθμισμένη πίεση υπό θεραπεία
Παρατηρήθηκε προοδευτική αύξηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης (αυτή που ο κόσμος ονομάζει «μεγάλη») με την αύξηση της ηλικίας. Η διαστολική αρτηριακή πίεση («μικρή») παρουσίασε αύξηση έως τις ηλικίες 50–60 ετών και στη συνέχεια μείωση.
Παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου
Η έρευνα εντόπισε μια σειρά από καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου σε όσους είχαν αυξημένη αρτηριακή πίεση.
To 47,5% των υπερτασικών ήταν παχύσαρκοι και 38,4% είχαν LDL-χοληστερόλη πάνω από 130 mg/dL. Στο 40,8% των υπερτασικών συνυπήρχε ένας ακόμη παράγοντας κινδύνου και στο 43,1% δύο ή περισσότεροι παράγοντες κινδύνου.
Οι επιστήμονες επισημαίνουν την ανάγκη για εθνικά προγράμματα πρόληψης της υπέρτασης αλλά και των άλλων καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου, με στόχο την πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων τις επόμενες δεκαετίες.
Δείτε όλη τη μελέτη εδώ